ζόρι
(ουσ. ουδ.)
ζόρι
[ˈzori]
Αραβαν., Σίλ., Φάρασ.
ζόριν
[ˈzorin]
Φάρασ.
ζόρ'
[zor]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ., Τροχ., Φάρασ., Φλογ.
Πληθ.
ζόρε
[ˈzore]
Φάρασ.
Θηλ.
ζόρισσα
[ˈzorisa]
Nεότ. ουσ. ζόρι, το οπ. από το τουρκ. zor. H σημ. ‘πολύ ωραίος, πολύ σωστός’ με επίδρ. της σημασίας του επιθ. ζορλούς.
1. Ως ουσ., πίεση, δυσκολία, ζόρι
ό.π.τ.
:
Τζας βρίσκιν τα ζόρε, γιαναστέγκιν ’ς ε μιτσίκκο κορτζόκκο τζαι γιαβάσα γιαβάσα λέγκιν τα ατό του ’υρεύει
(Όταν έπεφτε σε δυσκολίες, πλησίαζε ένα μικρό κοριτσάκι και πολύ σιγά του έλεγε αυτό που θέλει)
Φάρασ.
-Παπαδ.
|| Φρ.
Με το ζόρ'
(Mε το ζόρι˙ βιαίως)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Μι το ζόρ' σεμάdεμα νίσ̑κεται μ’
(με το ζόρι αρραβώνιασμα γίνεται;˙ Mε την πίεση δεν γίνεται τίποτα σωστά)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Πήε σο ζόριν ντου
(Πήγε στο ζόρι του˙ του κακοφάνηκε, από την τουρκ. φρ. <em>zoruna gitmek </em>= του κακοφαίνεται)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Ζόρια γκιαdζετίζουμ'
(ζόρια περνούσαμε˙ περνούσαμε δυσκολίες)
Μισθ., Καρατζάβ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
αγλατούρντημα, αγρί, γαζούχ :2, εζιέτι
2. Ως επίθ., δύσκολος
ό.π.τ.
:
Έσ̑ει ένα ζόρι όνομα
(Έχει ένα δύσκολο όνομα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Ντα γιράμαδα ζόρια ’ντι
(Τα γεράματα είναι δύσκολα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ζόρια ζόρια 'νdι 'νταρά ντα χρόνια
(Δύσκολα, δύσκολα είναι τώρα τα χρόνια )
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ζόρια 'ντει για, τίαλ' να 'α μάχιτ'
(Δύσκολα είναι βρε, πώς να τα μάθετε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
ζορλούς
3. Ως επίθ., κατ' αντίφρ., πολύ καλός, πολύ ωραίος, πολύ σωστός
Φάρασ., Φκόσ.
:
Ζόρι άβγο
(Καλό άλογο)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
'α δώσω την γκόρη μου, να ποίdζ̑ει α ζόρι κονάχι, στο 'μόνα ζόρι
(Θα του δώσω την κόρη μου αν φτιάξει ένα ωραίο παλάτι, πιο ωραίο από το δικό μου)
Φάρασ.
-Dawk.
'α σα ψήσω τζαι α ποίκω α ζόρι φάεμα
(Θα σε ψήσω και θα φτιάξω ένα πεντανόστιμο φαγητό)
Φκόσ.
-Παπαδ.
Ήσαντε ζόρι μάστροι
(Ήταν εξαιρετικοί τεχνίτες)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Παροιμ.
Δίτεις με ζόρε χ̇ίλε, άμα 'ωμί τζ̑ο δίτεις με
(Μου δίνεις σωστές συμβουλές, αλλά ψωμί δεν μου δίνεις˙ για όποιον προσφέρει λόγια αλλά όχι έργα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
ζορλούς