ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζόρι (ουσ. ουδ.) ζόρι [ˈzori] Αραβαν., Σίλ., Φάρασ. ζόριν [ˈzorin] Φάρασ. ζόρ' [zor] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ., Τροχ., Φάρασ., Φλογ. Πληθ. ζόρε [ˈzore] Φάρασ. Θηλ. ζόρισσα [ˈzorisa] Nεότ. ουσ. ζόρι, το οπ. από το τουρκ. zor. H σημ. ‘πολύ ωραίος, πολύ σωστός’ με επίδρ. της σημασίας του επιθ. ζορλούς.
1. Ως ουσ., πίεση, δυσκολία, ζόρι ό.π.τ. : Τζας βρίσκιν τα ζόρε, γιαναστέγκιν ’ς ε μιτσίκκο κορτζόκκο τζαι γιαβάσα γιαβάσα λέγκιν τα ατό του ’υρεύει (Όταν έπεφτε σε δυσκολίες, πλησίαζε ένα μικρό κοριτσάκι και πολύ σιγά του έλεγε αυτό που θέλει) Φάρασ. -Παπαδ. || Φρ. Με το ζόρ' (Mε το ζόρι˙ βιαίως) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Μι το ζόρ' σεμάdεμα νίσ̑κεται μ’ (με το ζόρι αρραβώνιασμα γίνεται;˙ Mε την πίεση δεν γίνεται τίποτα σωστά) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Πήε σο ζόριν ντου (Πήγε στο ζόρι του˙ του κακοφάνηκε, από την τουρκ. φρ. <em>zoruna gitmek </em>= του κακοφαίνεται) Φάρασ. -Ανδρ. Ζόρια γκιαdζετίζουμ' (ζόρια περνούσαμε˙ περνούσαμε δυσκολίες) Μισθ., Καρατζάβ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. αγλατούρντημα, αγρί, γαζούχ :2, εζιέτι
2. Ως επίθ., δύσκολος ό.π.τ. : Έσ̑ει ένα ζόρι όνομα (Έχει ένα δύσκολο όνομα) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Ντα γιράμαδα ζόρια ’ντι (Τα γεράματα είναι δύσκολα) Μισθ. -Κοτσαν. Ζόρια ζόρια 'νdι 'νταρά ντα χρόνια (Δύσκολα, δύσκολα είναι τώρα τα χρόνια ) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ζόρια 'ντει για, τίαλ' να 'α μάχιτ' (Δύσκολα είναι βρε, πώς να τα μάθετε) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. ζορλούς
3. Ως επίθ., κατ' αντίφρ., πολύ καλός, πολύ ωραίος, πολύ σωστός Φάρασ., Φκόσ. : Ζόρι άβγο (Καλό άλογο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. 'α δώσω την γκόρη μου, να ποίdζ̑ει α ζόρι κονάχι, στο 'μόνα ζόρι (Θα του δώσω την κόρη μου αν φτιάξει ένα ωραίο παλάτι, πιο ωραίο από το δικό μου) Φάρασ. -Dawk. 'α σα ψήσω τζαι α ποίκω α ζόρι φάεμα (Θα σε ψήσω και θα φτιάξω ένα πεντανόστιμο φαγητό) Φκόσ. -Παπαδ. Ήσαντε ζόρι μάστροι (Ήταν εξαιρετικοί τεχνίτες) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Παροιμ. Δίτεις με ζόρε χ̇ίλε, άμα 'ωμί τζ̑ο δίτεις με (Μου δίνεις σωστές συμβουλές, αλλά ψωμί δεν μου δίνεις˙ για όποιον προσφέρει λόγια αλλά όχι έργα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. ζορλούς