ζούβρα
(ουσ. θηλ.)
ζούβρα
[ˈzuvra]
Μισθ., Φλογ.
ζούρα
[ˈzura]
Μισθ.
Μεσν. ουσ. ζοῦρβα, πβ. έγγρ. έτ. 1104 Act. Ivir. ΙI, σ. 241 «ὁσπήτια ὁλόπλινθα, ἃ ζοῦρβαι ἐπονομάζονται», πβ. και τουρκ. διαλεκτ. zıvra = λάσπη για την κάλυψη της σκεπής (THADS, λ. zıvra II).
1. Σβώλος από ξεραμένο χώμα
Μισθ.
:
Έσυρίν ’να ζούβρα τσι ντώκιν μι σου τσ̑ουφάλ'
(Πέταξε έναν σβώλο και με κτύπησε στο κεφάλι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Ασμ.
Ογώ ένα σ̑’ ντε σ̑ι ποίκα, τσ̑ι σ̑υ γάπ’σις ζούρις
((Εγώ τίποτα δεν σου έκανα κι εσύ άρπαξες τις πέτρες· από ερωτικό σκωπτικό άσμ.))
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
2. Κόκκινη ελαφρόπετρα
Μισθ., Φλογ.
:
Φέρ' ένα ζούβρα να καβουρντίσομ' τ' αραλούχ'
(Φέρε μιά ελαφρόπετρα να κλείσουμε το κενό)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Κετίρ'τσα κουφέκια και ζούβρες
(Έφερα ελαφρόπετρες λευκές και κόκκινες)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Πβ.
κουφέκι