ζουριέτι
(ουσ. ουδ.)
ζουριέτι
[zuˈrʝeti]
Φάρασ.
Από το τουρκ. zürriyet =οι απόγονοι.
Οι απόγονοι
Φάρασ.
:
'ς αμ μπρώτο ζαμάνι ήτουν α νομάτ', ’σ̑ιν τζ̑’ α ναίκα· ζουριέτι τζ̑ού ’χανε
(Τον παλιό καιρό ήταν ένας άντρας, είχε και μιά γυναίκα· απογόνους δεν είχανε)
Φάρασ.
-Dawk.