ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζουριέτι (ουσ. ουδ.) ζουριέτι [zuˈrʝeti] Φάρασ. Από το τουρκ. zürriyet =οι απόγονοι.
Οι απόγονοι Φάρασ. : 'ς αμ μπρώτο ζαμάνι ήτουν α νομάτ', ’σ̑ιν τζ̑’ α ναίκα· ζουριέτι τζ̑ού ’χανε (Τον παλιό καιρό ήταν ένας άντρας, είχε και μιά γυναίκα· απογόνους δεν είχανε) Φάρασ. -Dawk.