ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζουμπούλι (ουσ. ουδ.) ζουμbούλι [zumˈbuli] Ανακ., Τελμ. ζουμbούλ' [zumˈbul] Γούρδ. Νεότ. ουσ. ζουμπούλι, το οπ. από το τουρκ. sümbül, όπου και διαλεκτ. τύπ. zümbül = υάκινθος, ζουμπούλι.
Το ποώδες φυτό υάκινθος (Hyacinthus orientalis), κοινώς ζουμπούλι ό.π.τ. : || Ασμ. Ένα παιδί και τζι παιδί με τα πολλά ζουμbούλια
και μάνα του το τίλευε με τ’ άρνικο το γάλα.
( Ένα παιδί και τι παιδί με τα πολλά ζουμπούλια
και η μάνα του το έθρεφε με το αρνίσιο το γάλα )
Τελμ. -Lag.