ζουμπούλι
(ουσ. ουδ.)
ζουμbούλι
[zumˈbuli]
Ανακ., Τελμ.
ζουμbούλ'
[zumˈbul]
Γούρδ.
Νεότ. ουσ. ζουμπούλι, το οπ. από το τουρκ. sümbül, όπου και διαλεκτ. τύπ. zümbül = υάκινθος, ζουμπούλι.
Το ποώδες φυτό υάκινθος (Hyacinthus orientalis), κοινώς ζουμπούλι
ό.π.τ.
:
|| Ασμ.
Ένα παιδί και τζι παιδί με τα πολλά ζουμbούλια
και μάνα του το τίλευε με τ’ άρνικο το γάλα. ( Ένα παιδί και τι παιδί με τα πολλά ζουμπούλια
και η μάνα του το έθρεφε με το αρνίσιο το γάλα ) Τελμ. -Lag.
και μάνα του το τίλευε με τ’ άρνικο το γάλα. ( Ένα παιδί και τι παιδί με τα πολλά ζουμπούλια
και η μάνα του το έθρεφε με το αρνίσιο το γάλα ) Τελμ. -Lag.