ζουμπάς
(ουσ. αρσ.)
ζουμbάς
[zumˈbas]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. zımba = διατρητικό εργαλείο.
1. Εργαλείο για τρύπημα μετάλλων
Μισθ.
2. Μτφ., χαρακτηρισμός για πολύ κοντό άνθρωπο
Μισθ.