ζορμπαλίκι
(ουσ. ουδ.)
ζορπαλίχ̇ι
[zorpaˈlixi]
Φάρασ.
Νεότ. ουσ. ζορμπαλίκι (Mackridge 2021: 28), το οπ. από το τουρκ. ουσ. zorbalık = βιαιοπραγία.
Βία, βιαιότητα
Φάρασ.