ζορλούς
(επίθ.)
ζορλούς
[zorˈlus]
Αφσάρ., Φάρασ.
ζορλού
[zorˈlu]
Μισθ., Ουλαγ., Σινασσ., Τσαρικ.
ζουρλού
[zurˈlu]
Σίλ.
ζολ-λούς
[zolˈlus]
Φάρασ.
Πληθ. Θηλ.
ζουρλούσις
[zurˈlusis]
Σίλ.
Ουδ.
ζορλούγια
[zorˈluʝa]
Μισθ.
Από το τουρκ. επίθ. zorlu = α) δύσκολος, σκληρός β) ισχυρός γ) ως διαλεκτ. σημ., ανθεκτικός, γενναίος, πολύ ωραίος.
2. Για έμψυχο ον, δυνατός
Μισθ.
:
Ζορλούγια αλόγατα
(Δυνατά άλογα)
Μισθ.
-Dawk.
3. Άξιος, ικανός
Μισθ.
:
Ζορλού ’σερνικός
(Άξιος άντρας)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ζορλού κορίτσ'
(Άξιο κορίτσι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Νύφ’ ζορλού ούλα τα νευλή φκάλ’τσιν ντα
(Η άξια νύφη σκούπισε όλη την αυλή)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
«'ς ένα σπίτ' πάου», λέ', «ζορλού με λένε, 'ς τ' άλλου σπίτ' πάου», λέ'· «Ζορλού με λένε»
(«Σ' ένα σπίτι πάω», λέει, «άξια με λένε, στο άλλο σπίτι πάω», λέει· «Άξια με λένε»)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
φωτίζω, χαϊρλούς, χασατλής :1
4. Για έμψυχα, εξαιρετικός στο ήθος
κ.α., Μισθ.
:
Ζορλού ιντσ̑άνους ’νι
(Είναι εξαιρετικός άνθρωπος)
Μισθ.
-Κοτσαν.
5. Πολύ ωραίος
Αφσάρ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Τσαρικ., Φάρασ.
:
Σάνκ̇ι ένα ζορλού σ̑έι ’ναι;
(σάμπως είναι ένα ωραίο πράγμα;)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Χτσ̑ίν-νει νΰα σεράϊα αμμά πολύ ζουρλού
(Χτίζει κάποια παλάτια, αλλά πολύ ωραία)
Σίλ.
-Dawk.
Ντα τραγώια σας τσ̑είνdι ζορλούια
(Τα τραγούδια σας είναι ωραία)
Μισθ.
-Φατ.
Συνών.
γκιουζέλ
β.
Ειδικότ., νόστιμος
Σίλ.
:
’εναίκα φτσ̑άνει νΰες κουραbιές αμμά πολύ ζουρλούσις
(Η σύζυγος φτιάχνει μερικούς κουραμπιέδες, πολύ ωραίους
)
Σίλ.
-Dawk.