ζορλαντίζω
(ρ.)
ζορλατίζω
[zorlaˈtizο]
Μαλακ., Φάρασ.
ζορλαΐζου
[zorlaˈizu]
Μισθ., Ουλαγ., Σίλ.
ζολ-λατίζω
[zollaˈtizο ]
Φάρασ.
ζορλαντού
[zorlaˈdu]
Ουλαγ.
ζορλατώου
[zorlaˈtou]
Φάρασ.
ζορλατώ
[zorlaˈtο]
Φάρασ.
ζορλαντα̈́ζω
[zorlaˈdæzo]
Αξ.
ζορλαδα̈́ζω
[zorlaˈðæzo]
Μισθ.
Παρατατ.
ζουρλάιζα
[zurˈlaiza]
Μισθ.
Αόρ.
ζολ-λάτ'σα
[zolˈlatsa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. zorlamak (αόρ. zorladı) = πιέζω, εξαναγκάζω.
2. Εκβιάζω
Μαλακ.
3. Επιμένω, εξαναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι
Αξ.
:
Ένα γμέρα το κορίτσ̑’ ζορλαντα̈́ζ’ τ’ μάνα τ’: «Να με τα χ̑πεις»
(Μια μέρα το κορίτσι πίεζε την μάνα του «Να μου τα πεις» )
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Μη μου ζορλαΐεις! ’γαλιά ’γαλιά να υπάμ’
(Μη με ζορίζεις! Αργά αργά θα πάμε)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
ζορίζω :2, θέκνω
4. Ασκώ πίεση πάνω σε επιφάνεια
Μισθ.
:
Με ντου ζορλαΐζεις, να τσακωχεί
(Μην το πιέζεις, θα σπάσει)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
πατώ, σικιστιρτίζω
5. Αμτβ., υποφέρω, πονάω
Μισθ.
:
Ζουρλάιζαμ' συνέχεια
(Πονούσαμε συνεχώς)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
τραβώ