ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζορλαντίζω (ρ.) ζορλατίζω [zorlaˈtizο] Μαλακ., Φάρασ. ζορλαΐζου [zorlaˈizu] Μισθ., Ουλαγ., Σίλ. ζολ-λατίζω [zollaˈtizο ] Φάρασ. ζορλαντού [zorlaˈdu] Ουλαγ. ζορλατώου [zorlaˈtou] Φάρασ. ζορλατώ [zorlaˈtο] Φάρασ. ζορλαντα̈́ζω [zorlaˈdæzo] Αξ. ζορλαδα̈́ζω [zorlaˈðæzo] Μισθ. Παρατατ. ζουρλάιζα [zurˈlaiza] Μισθ. Αόρ. ζολ-λάτ'σα [zolˈlatsa] Φάρασ. Από το τουρκ. ρ. zorlamak (αόρ. zorladı) = πιέζω, εξαναγκάζω.
1. Μτβ., ζορίζω, προκαλώ δυσκολίες σε κάποιον Αξ., Ουλαγ. Συνών. ζορίζω :1
2. Εκβιάζω Μαλακ.
3. Επιμένω, εξαναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι Αξ. : Ένα γμέρα το κορίτσ̑’ ζορλαντα̈́ζ’ τ’ μάνα τ’: «Να με τα χ̑πεις» (Μια μέρα το κορίτσι πίεζε την μάνα του «Να μου τα πεις» ) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Μη μου ζορλαΐεις! ’γαλιά ’γαλιά να υπάμ’ (Μη με ζορίζεις! Αργά αργά θα πάμε) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. ζορίζω :2, θέκνω
4. Ασκώ πίεση πάνω σε επιφάνεια Μισθ. : Με ντου ζορλαΐζεις, να τσακωχεί (Μην το πιέζεις, θα σπάσει) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. πατώ, σικιστιρτίζω
5. Αμτβ., υποφέρω, πονάω Μισθ. : Ζουρλάιζαμ' συνέχεια (Πονούσαμε συνεχώς) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. τραβώ