πατώ
(ρ.)
πατώ
[paˈto]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Τελμ., Τζαλ.
π͑ατώ
[pʰaˈto]
Μισθ.
πατού
[paˈtu]
Ουλαγ.
πατσώ
[paˈtso]
Γούρδ.
Παρατατ.
πάτεινα
[ˈpatina]
Μαλακ., Μισθ.
πάτανα
[ˈpatana]
Μισθ.
π͑άτανα
[ˈpʰatana]
Μισθ.
πάτσ̑εινα
[ˈpatʃina]
Αραβαν., Γούρδ., Τελμ.
πάτ'να
[ˈpatna]
Αξ., Μαλακ.
πατείνισκα
[paˈtiniska]
Αραβ.
πάτινισ̑γκα
[ˈpatiniʃga]
Ουλαγ.
Αόρ.
πάτησα
[ˈpatisa]
Μισθ.
πάτσησα
[ˈpatsisa]
Σίλ.
πάτ'σα
[ˈpatsa]
Καππ., Φάρασ.
πάτ'σ̑α
[ˈpatʃa]
Μισθ., Ουλαγ.
πάτζα
[ˈpadza]
Σινασσ.
πάτηξα
[ˈpatiksa]
Τζαλ.
Υποτ.
πατήσω
[paˈtiso]
Αξ.
πατσήσου
[paˈtsisu]
Σίλ.
Προστ.
π͑άτησ'
[ˈpʰatis]
Μισθ.
Παθ.
πατιέμαι
[paˈtçeme]
Αξ.
Μτχ.
πατημένο
[patiˈmeno]
Σεμέντρ.
πατσημένο
[patsiˈmeno]
Γούρδ.
Από το αρχ. ρ. πατῶ (στις σημ. 1 και 3). Οι σημ. 5 και 6 είναι μεσν. Οι σημ. 2 και 4 είναι νεότ.
1. Βάζω τα πέλματα των ποδιών μου πάνω σε κάτι και στηρίζομαι ή το πιέζω με το βάρος μου
ό.π.τ.
:
Πατώ σ’ νταχτυλιού ντου λώμα
(Πατώ στην άκρη των δαχτύλων μου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Μι τα π'τέρια πάτειναν
(Πατούσαν με τα πόδια)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Οτζ̑άχ' τσ̑ότον Ναξό τσ̑ι άμα π͑άταναμ' σου χώμα τ', λιάρωναμ'
(Υπήρχε θεραπευτής στην Αξό και, μόλις πατούσαμε το χώμα της, γινόμασταν καλά)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Τ' Αι-Ρημήτρ' ντ' άλογου πάτησιν σου χτα̈́ρ'
(Το άλογο του Αι-Δημήτρη πάτησε στην πέτρα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Οπ' τα πλάιαν ντου πάτ'σησί τα
(Με τα πόδια του το πάτησε)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Σϋρΰλσεν, πάτ'σεν εκεί, έπεσεν
(Γλίστρησε, πάτησε εκεί έπεσε)
Αξ.
-Dawk.
Άμα πάντ'ζαν στη γη, ευτύς φύσ'σεν συρίχτρα δύο φοράς
(Άμα πάτησαν στο έδαφος, αμέσως φύσηξε τη σφυρίχτρα δύο φορές)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Σε πατσήσου νταμούρι απάνου
(Θα πατήσω πάνω στο σίδερο)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Φρ.
Πάτ'σι γιάναϊ
(Πάτησε λοξά˙ Στραβοπάτησε)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
2. Πιέζω με την δύναμη των χεριών
Μισθ.
:
Μι δου ντεκράν' πατώ τυρπώ ντου πτιάρι μ'
(Με το δικράνι πατώ, τρυπώ το πόδι μου)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Χιμιανές πάτ'σιν μούκα απάνου τ'
(Ο Δαμιανός πάτησε την μπουκιά πάνω της (=στην μύγα που είχε πέσει μέσα στο φαγητό))
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
'Πάτησ' τα π͑ούλια
(Βάλε τα γραμματόσημα (πάνω στον φάκελο))
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
|| Φρ.
Πατούν τ͑ύρα
(Πατούν πόρτα˙ Κλείνουν την πόρτα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
|| Ασμ.
Ντου κορίτσ' ντώκι μι σ̑ύκα
Τα σ̑ύκα πάτ'σα σο μύτα σ' (Το κορίτσι μού έδωσε σύκα
Τα σύκα τα πάτησα στη μύτη σου) Μισθ. -Κωστ.Μ.
Τα σ̑ύκα πάτ'σα σο μύτα σ' (Το κορίτσι μού έδωσε σύκα
Τα σύκα τα πάτησα στη μύτη σου) Μισθ. -Κωστ.Μ.
3. Έρχομαι, πηγαίνω ή εμφανίζομαι κάπου
Αραβαν., Μισθ., Σίλ., Φάρασ.
:
Σώροψε πολλά ασκέρια, πάτ'σε κι ήρτε να κάψ̑' το Κάστρο
(Μάζεψε πολύ στρατό, προχώρησε κι ήρθε να κάψει το Κάστρο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
'Σέμαν σα αυτοκίνητο, πάτ'σαν ντάμα
(Μπήκαν σ' ένα αυτοκίνητο, το έσκασαν μαζί)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Πού πάτ'σες τσ̑αι πού έβγκης;
(Πού έχεις περπατήσει και από πού βγήκες (εδώ);)
Φάρασ.
-Dawk.
Συνών.
βγαίνω, φαίνομαι
β.
Η μτχ. πατημένο, για βρέφη που πριν σαραντίσουν τα επισκέπτονται άτομα που επιστρέφουν από κηδεία ή μνημόσυνο
Σεμέντρ.
4. Εισβάλλω βίαια σ' έναν χώρο, παραβιάζω, καταπατώ
Αξ., Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ., Τζαλ., Φάρασ.
:
Πάτ'σ̑αν του χωριό μας ντουσμάν΄
(Πάτησαν το χωριό μας οι εχθροί)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ήτανε με καιρό χωριό και πάτηξάν το τα Τούρκα
(Ήτανε τον παλιό καιρό χωριό, και το πάτησαν οι Τούρκοι)
Τζαλ.
-ΚΜΣ-ΚΠ340
Πάτ'σις ντου τορμόν'
(Παραβίασες το σύνορο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Πάτ'σαν το σπίσ̑' τουν
(Λήστεψαν το σπίτι τους)
Ουλαγ., Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Πάτ'σ̑αν ντο σπίτι τ'νε
(Λήστεψαν το σπίτι τους)
Ουλαγ.
-Κεσ.
|| Φρ.
Να πατήσω το οτζ̑άχ' σου
(Να πατήσω την εστία σου˙ Να γαμήσω το σόι σου)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
|| Ασμ.
Πάτ'σανε μες οι Γαρανοί τον Πάσκα
Ήφαραν το μαύρον τον Έγα-Πάσκα
«Χριστός ανέστη» τζ̑οὔπαμε
Φέτο τον Έγα-Πάσκα (Μας πάτησαν οι Τούρκοι το Πάσχα
Μας κάναν μαύρο το Άγιο Πάσχα
«Χριστός ανέστη» δεν είπαμε
φέτος το Άγιο Πάσχα) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ.
Ήφαραν το μαύρον τον Έγα-Πάσκα
«Χριστός ανέστη» τζ̑οὔπαμε
Φέτο τον Έγα-Πάσκα (Μας πάτησαν οι Τούρκοι το Πάσχα
Μας κάναν μαύρο το Άγιο Πάσχα
«Χριστός ανέστη» δεν είπαμε
φέτος το Άγιο Πάσχα) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ.
5. Για να δηλωθεί η έναρξη μιας ενέργειας ή/και ο έντονος τρόπος με τον οποίο γται
Αξ., Αραβαν., Σίλ.
:
Πατώ φωνές
(Ξεφωνίζω)
Σίλ.
-Κωστ.Μ.
Πάτσησι μιά βροσ̑ή
(Έρριξε μιά βροχη)
Σίλ.
-Κωστ.Μ.
Ντ' αργατσεί πάτανι ένα βροχός, σ̑ύλουνι ντα
(Το απόγευμα πάταγε μία βροχή, τα μούσκευε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Αψά πάτσησι σ̑ειμός
(Νωρίς ήρθε ο χειμώνας)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Φρ.
Πατεί με γιdρώς
(Με πατά ο ιδρώτας˙ Ιδρώνω πολύ)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Τ' λοχούσα πάτ'σεν ντο Άλης
(Την λεχώνα την έπιασε επιλόχιος πυρετός˙ Η λεχώνα έπαθε επιλόχιο πυρετό)
Αξ., Αραβαν.
-Μαυρ.-Κεσ.