ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πατώ (ρ.) πατώ [paˈto] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Τελμ., Τζαλ. π͑ατώ [pʰaˈto] Μισθ. πατού [paˈtu] Ουλαγ. πατσώ [paˈtso] Γούρδ. Παρατατ. πάτεινα [ˈpatina] Μαλακ., Μισθ. πάτανα [ˈpatana] Μισθ. π͑άτανα [ˈpʰatana] Μισθ. πάτσ̑εινα [ˈpatʃina] Αραβαν., Γούρδ., Τελμ. πάτ'να [ˈpatna] Αξ., Μαλακ. πατείνισκα [paˈtiniska] Αραβ. πάτινισ̑γκα [ˈpatiniʃga] Ουλαγ. Αόρ. πάτησα [ˈpatisa] Μισθ. πάτσησα [ˈpatsisa] Σίλ. πάτ'σα [ˈpatsa] Καππ., Φάρασ. πάτ'σ̑α [ˈpatʃa] Μισθ., Ουλαγ. πάτζα [ˈpadza] Σινασσ. πάτηξα [ˈpatiksa] Τζαλ. Υποτ. πατήσω [paˈtiso] Αξ. πατσήσου [paˈtsisu] Σίλ. Προστ. π͑άτησ' [ˈpʰatis] Μισθ. Παθ. πατιέμαι [paˈtçeme] Αξ. Μτχ. πατημένο [patiˈmeno] Σεμέντρ. πατσημένο [patsiˈmeno] Γούρδ. Από το αρχ. ρ. πατῶ (στις σημ. 1 και 3). Οι σημ. 5 και 6 είναι μεσν. Οι σημ. 2 και 4 είναι νεότ.
1. Βάζω τα πέλματα των ποδιών μου πάνω σε κάτι και στηρίζομαι ή το πιέζω με το βάρος μου ό.π.τ. : Πατώ σ’ νταχτυλιού ντου λώμα (Πατώ στην άκρη των δαχτύλων μου) Μισθ. -Κοτσαν. Μι τα π'τέρια πάτειναν (Πατούσαν με τα πόδια) Μισθ. -Κωστ.Μ. Οτζ̑άχ' τσ̑ότον Ναξό τσ̑ι άμα π͑άταναμ' σου χώμα τ', λιάρωναμ' (Υπήρχε θεραπευτής στην Αξό και, μόλις πατούσαμε το χώμα της, γινόμασταν καλά) Μισθ. -Κωστ.Μ. Τ' Αι-Ρημήτρ' ντ' άλογου πάτησιν σου χτα̈́ρ' (Το άλογο του Αι-Δημήτρη πάτησε στην πέτρα) Μισθ. -Κωστ.Μ. Οπ' τα πλάιαν ντου πάτ'σησί τα (Με τα πόδια του το πάτησε) Σίλ. -Κωστ.Σ. Σϋρΰλσεν, πάτ'σεν εκεί, έπεσεν (Γλίστρησε, πάτησε εκεί έπεσε) Αξ. -Dawk. Άμα πάντ'ζαν στη γη, ευτύς φύσ'σεν συρίχτρα δύο φοράς (Άμα πάτησαν στο έδαφος, αμέσως φύσηξε τη σφυρίχτρα δύο φορές) Σινασσ. -Αρχέλ. Σε πατσήσου νταμούρι απάνου (Θα πατήσω πάνω στο σίδερο) Σίλ. -Κωστ.Σ. || Φρ. Πάτ'σι γιάναϊ (Πάτησε λοξά˙ Στραβοπάτησε) Μισθ. -Κωστ.Μ.
2. Πιέζω με την δύναμη των χεριών Μισθ. : Μι δου ντεκράν' πατώ τυρπώ ντου πτιάρι μ' (Με το δικράνι πατώ, τρυπώ το πόδι μου) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Χιμιανές πάτ'σιν μούκα απάνου τ' (Ο Δαμιανός πάτησε την μπουκιά πάνω της (=στην μύγα που είχε πέσει μέσα στο φαγητό)) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. 'Πάτησ' τα π͑ούλια (Βάλε τα γραμματόσημα (πάνω στον φάκελο)) Μισθ. -Κωστ.Μ. || Φρ. Πατούν τ͑ύρα (Πατούν πόρτα˙ Κλείνουν την πόρτα) Μισθ. -Κωστ.Μ. || Ασμ. Ντου κορίτσ' ντώκι μι σ̑ύκα
Τα σ̑ύκα πάτ'σα σο μύτα σ'
(Το κορίτσι μού έδωσε σύκα
Τα σύκα τα πάτησα στη μύτη σου)
Μισθ. -Κωστ.Μ.
3. Έρχομαι, πηγαίνω ή εμφανίζομαι κάπου Αραβαν., Μισθ., Σίλ., Φάρασ. : Σώροψε πολλά ασκέρια, πάτ'σε κι ήρτε να κάψ̑' το Κάστρο (Μάζεψε πολύ στρατό, προχώρησε κι ήρθε να κάψει το Κάστρο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. 'Σέμαν σα αυτοκίνητο, πάτ'σαν ντάμα (Μπήκαν σ' ένα αυτοκίνητο, το έσκασαν μαζί) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Πού πάτ'σες τσ̑αι πού έβγκης; (Πού έχεις περπατήσει και από πού βγήκες (εδώ);) Φάρασ. -Dawk. Συνών. βγαίνω, φαίνομαι
β. Η μτχ. πατημένο, για βρέφη που πριν σαραντίσουν τα επισκέπτονται άτομα που επιστρέφουν από κηδεία ή μνημόσυνο Σεμέντρ.
4. Εισβάλλω βίαια σ' έναν χώρο, παραβιάζω, καταπατώ Αξ., Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ., Τζαλ., Φάρασ. : Πάτ'σ̑αν του χωριό μας ντουσμάν΄ (Πάτησαν το χωριό μας οι εχθροί) Μισθ. -Κοτσαν. Ήτανε με καιρό χωριό και πάτηξάν το τα Τούρκα (Ήτανε τον παλιό καιρό χωριό, και το πάτησαν οι Τούρκοι) Τζαλ. -ΚΜΣ-ΚΠ340 Πάτ'σις ντου τορμόν' (Παραβίασες το σύνορο) Μισθ. -Κοτσαν. Πάτ'σαν το σπίσ̑' τουν (Λήστεψαν το σπίτι τους) Ουλαγ., Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Πάτ'σ̑αν ντο σπίτι τ'νε (Λήστεψαν το σπίτι τους) Ουλαγ. -Κεσ. || Φρ. Να πατήσω το οτζ̑άχ' σου (Να πατήσω την εστία σου˙ Να γαμήσω το σόι σου) Μισθ. -Κωστ.Μ. || Ασμ. Πάτ'σανε μες οι Γαρανοί τον Πάσκα
Ήφαραν το μαύρον τον Έγα-Πάσκα
«Χριστός ανέστη» τζ̑οὔπαμε
Φέτο τον Έγα-Πάσκα
(Μας πάτησαν οι Τούρκοι το Πάσχα
Μας κάναν μαύρο το Άγιο Πάσχα
«Χριστός ανέστη» δεν είπαμε
φέτος το Άγιο Πάσχα)
Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ.
5. Για να δηλωθεί η έναρξη μιας ενέργειας ή/και ο έντονος τρόπος με τον οποίο γται Αξ., Αραβαν., Σίλ. : Πατώ φωνές (Ξεφωνίζω) Σίλ. -Κωστ.Μ. Πάτσησι μιά βροσ̑ή (Έρριξε μιά βροχη) Σίλ. -Κωστ.Μ. Ντ' αργατσεί πάτανι ένα βροχός, σ̑ύλουνι ντα (Το απόγευμα πάταγε μία βροχή, τα μούσκευε) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Αψά πάτσησι σ̑ειμός (Νωρίς ήρθε ο χειμώνας) Σίλ. -Κωστ.Σ. || Φρ. Πατεί με γιdρώς (Με πατά ο ιδρώτας˙ Ιδρώνω πολύ) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Τ' λοχούσα πάτ'σεν ντο Άλης (Την λεχώνα την έπιασε επιλόχιος πυρετός˙ Η λεχώνα έπαθε επιλόχιο πυρετό) Αξ., Αραβαν. -Μαυρ.-Κεσ.