ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πατιχνιά (ουσ. θηλ.) πατσ̑ιχιά [patʃiˈça] Σίλ. πατıχνιά [patyxˈɲa] Αξ. πατσ̑ιχνιά [patʃiˈxɲa] Σίλ. πατίχνα [paˈtixna] Ανακ. Από το ουσ. πατίχνα και το παραγωγ. επίθμ. -έα > -ιά.
1. Πατημασιά ό.π.τ. : Τση νύχτα γιούκ'σα νίγες πατσ̑ιχιές (τη νύχτα άκουσα λίγες πατημασιές) Σίλ. -Κωστ.Σ.
2. Πατούσα : Πατσ̑ιχνιά μου ξεβαίν̑ει γαλούπι (H πατούσα μου αφήνει ίχνος) -Κωστ.Σ. Συνών. ταμπάνι