πατιχνιά
(ουσ. θηλ.)
πατσ̑ιχιά
[patʃiˈça]
Σίλ.
πατıχνιά
[patyxˈɲa]
Αξ.
πατσ̑ιχνιά
[patʃiˈxɲa]
Σίλ.
πατίχνα
[paˈtixna]
Ανακ.
Από το ουσ. πατίχνα και το παραγωγ. επίθμ. -έα > -ιά.
1. Πατημασιά
ό.π.τ.
:
Τση νύχτα γιούκ'σα νίγες πατσ̑ιχιές
(τη νύχτα άκουσα λίγες πατημασιές)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.