ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πατλιτζάνι (ουσ.) πατλιτζάν' [patliτζαν] Τροχ. μπαλντîρτζάν' [baldɯrˈdzan] Αξ. μπαλντουρτζ̑άν' [baldurˈdʒan] Μισθ. παλτιρτσ̑άνι [paltir'tʃani] Τσουχούρ., Φάρασ. Πληθ. παλντιρτζάνε [paldirˈdzane] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. patlıcan = μελιτζάνα, όπου και διαλεκτ. τύπ. baldırcan.
Μελιτζάνα ό.π.τ. : Να σερέψω χι̂άρια, πατλιτζάνια, παχλά, ρεβύια, μαύρα παχλά (Θα μαζέψω αγγούρια, μελιτζάνες, φασόλια, ρεβύθια, κουκιά) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1555 Συνών. ματζάνα