μπαλντιρτζάν
(ουσ.)
μπαλντîρτζάν
[baldɯrˈdzan]
Αξ.
μπαλντουρτζ̑άν
[baldurˈdʒan]
Μισθ.
παλτιρτσ̑άνι
[paltir'tʃani]
Τσουχούρ., Φάρασ.
Πληθ.
παλντιρτζάνε
[paldirˈdzane]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. patlıcan = μελιτζάνα, όπου και διαλεκτ. τύπ. baldırcan (THADS, λ. baldırcan).