πατλιτζάνι
(ουσ.)
πατλιτζάν'
[patliτζαν]
Τροχ.
μπαλντîρτζάν'
[baldɯrˈdzan]
Αξ.
μπαλντουρτζ̑άν'
[baldurˈdʒan]
Μισθ.
παλτιρτσ̑άνι
[paltir'tʃani]
Τσουχούρ., Φάρασ.
Πληθ.
παλντιρτζάνε
[paldirˈdzane]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. patlıcan = μελιτζάνα, όπου και διαλεκτ. τύπ. baldırcan.
Μελιτζάνα
ό.π.τ.
:
Να σερέψω χι̂άρια, πατλιτζάνια, παχλά, ρεβύια, μαύρα παχλά
(Θα μαζέψω αγγούρια, μελιτζάνες, φασόλια, ρεβύθια, κουκιά)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
Συνών.
ματζάνα