παχίμι
(ουσ. ουδ.)
παχίμι
[paˈçimi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. bakım = προσοχή, φροντίδα.
Προσοχή, φροντίδα
Συνών.
εσιρκέτημα, μπαγίρντημα, ντράνημα, παχίμι, χιώρημα