χιώρημα
(ουσ. ουδ.)
χιώρημα
[ˈçorima]
Μισθ.
Από το αρχ. ουσ. θεώρημα = α) θέαμα β) αντικείμενο περισυλλογής γ) θεωρία δ) έρευνα. Βλ. λ. θωρώ, όπου και τύπ. χιωρώ.
Περίθαλψη, φροντίδα
Μισθ.
:
Γιορονιού ντου χιώρημα
(Η φροντίδα-περίθαλψη των γερόντων)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
εσιρκέτημα, μπαγίρντημα, ντράνημα, παχίμι