ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χιώρημα (ουσ. ουδ.) χιώρημα [ˈçorima] Μισθ. Από το αρχ. ουσ. θεώρημα = α) θέαμα β) αντικείμενο περισυλλογής γ) θεωρία δ) έρευνα. Βλ. λ. θωρώ, όπου και τύπ. χιωρώ.
Περίθαλψη, φροντίδα Μισθ. : Γιορονιού ντου χιώρημα (Η φροντίδα-περίθαλψη των γερόντων) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. εσιρκέτημα, μπαγίρντημα, ντράνημα, παχίμι
Τροποποιήθηκε: 27/08/2024