χλιώνω
(ρ.)
χιλιώνω
[çiˈʎono]
Ανακ.
Από το νεότ. ρ. χλιώνω (Μηνάς 2012 : 310), το οπ. από το επίθ. χλιός, και το παραγωγ. επίθμ. -ώνω.
Χλιαραίνω, ζεσταίνω