ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χλωρίζω (ρ.) χουωρίζω [xuoˈrizo] Φάρασ. χλωριάζω [xloˈrʝazo] Σινασσ. χλωριάζου [xloˈrʝazu] Μισθ. Παρατατ. χουωρίσκα [xuoˈriska] Φάρασ. Αόρ. χλώριασα [ˈxlorʝasa] Τροχ. χλωριάσα [xloˈrʝasa] Μισθ. Από το μεσν. ρ. χλωρίζω. Oι τύπ. χλωριάζου, χλώριασα από μεταπλ. του αρχ. χλωριάω-ῶ. Η λ. Καλαβρ. Πόντ.
Κιτρινίζω ό.π.τ. : Ατά χλωριάσιν, τσείδι αστενάρ' (Αυτός κιτρίνισε, είναι άρρωστος) Μισθ. -Κοτσαν. Γιατί χλώριασες έτσι, ρώταναμ'. Έχεις σαρλίχ, χλώρα; (Γιατί κιτρίνισες έτσι, ρωτούσαμε. Έχεις ίκτερο;) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ.