χοβλάτημα
(ουσ. ουδ.)
χοβλάτημα
[xovlaˈtima]
Φάρασ.
Από το ρ. χοβλατώ και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Επίθεση
Συνών.
χουτσούμι