ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χοινίκι (ουσ. ουδ.) σ̑οινίκι [ʃiˈnici] Φάρασ. τ͑σ̑οινίκι [tʰʃiˈnici] Φάρασ., Φκόσ. σ̑οινίκ [ʃiˈnik] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Ουλαγ., Ποτάμ., Τσαρικ. σ̑οινίτσ̑ι [ʃiˈnitʃi] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. şinik, όπου και διαλεκτ. τύπ. çinik (THADS, λ. çinik III), το οπ. από το μεσν. ουσ. χοινίκιν < μεταγν. ουσ. χοινίκιον, ως υποκορ. του αρχ. ουσ. χοῖνιξ = ξηρό μέτρο για τα σιτηρά (Meyer 1893: 65).
1. Ξύλινο δοχείο ως μέτρο χωρητικότητας των δημητριακών (6 οκάδες) ό.π.τ. : Σο σ̑οινίκ μέσα βάφκε μελ (Στο μέτρο μέσα άφησε μέλι) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Πήγε και άλειψεν πίσα σο σ̑οινίκ (Πήγε και πασάλειψε με πίσσα το μέτρο) Ποτάμ. -Dawk. || Παροιμ. Μι το σο το σ̑οινίκ τάχλι ντέ σε πουλούν (Με το δικό σου το μέτρο σιτάρι δε σου πουλούν˙ Τα πράγματα δεν τα βρίσκουμε όπως τα θέλουμε) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.
2. Μεταλλικό ταψί Φάρασ.