ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χοκτίζω (ρ.) χοκτίζου [xoˈktizu] Μισθ. χοχτώ [xoˈxto] Μισθ. Από το τουρκ. ρ. kokmak, όπου και διαλεκτ. τύπ. kohmak.
Βρωμάω, ζέχνω : Δου μπαστουρμά ντε του κρεύνι, χοκτίζ' γι' αυτό (Τον παστουρμά δεν τον θέλουν, βρωμάει, γι' αυτό) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. βρωμώ