χοκτίζω
(ρ.)
χοκτίζου
[xoˈktizu]
Μισθ.
χοχτώ
[xoˈxto]
Μισθ.
Από το τουρκ. ρ. kokmak, όπου και διαλεκτ. τύπ. kohmak.
Βρωμάω, ζέχνω
:
Δου μπαστουρμά ντε του κρεύνι, χοκτίζ' γι' αυτό
(Τον παστουρμά δεν τον θέλουν, βρωμάει, γι' αυτό)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
βρωμώ