ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βρωμώ (ρ.) βρωμώ [vroˈmo] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Φλογ. βρωμού [vroˈmu] Ουλαγ. Παρατατ. βρώμεινα [ˈvromina] Ανακ., Γούρδ. βρώμανα [ˈvromana] Ανακ. Αόρ. βρώμ'σα [ˈvromsa] Αξ., Γούρδ., Φλογ. Υποτ. βρωμήσω [vroˈmiso] Αραβαν., Ποτάμ. βρωμέσω [vroˈmeso] Φάρασ. Από το μεταγν. ρ. βρωμέω-ῶ.
Βρωμώ, αναδίδω δυσάρεστη οσμή ό.π.τ. : Οχτώ μέρες κρέμανα κιριάς εκεί σα καταφύδια, βάστανεν, δε βρώμανεν (Οχτώ μέρες κρεμούσα κρέας εκεί στα καταφύγια, διατηρούταν, δεν μύριζε άσχημα) Ανακ. -Cost. Εδού βρωμεί ινσανιού κιριάς (Εδώ μυρίζει κρέας ανθρώπου) Τελμ. -Dawk. Δε λέιξαμ' «πατλάτ'σις», δε λέιξαμ' «βρωμεί» (Δεν λέγαμε «έσκαγες», δεν λέγαμε «(η λίμνη) βρωμάει») Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Αλάτ’σε το καλά, να μη βρωμήσ’ το στόμα τ’ (Αλάτισέ το καλά, να μη βρωμήσει το στόμα του, ενν. του νεογέννητου) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ326 || Φρ. Βρώμ'σεν μπάταξεν Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Να βρωμέσεις (Να βρωμήσεις˙ βρισιά) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 Βρώμεινα (Βρώμησα˙ σε ομαδικό παιχνίδι, έχασα) Ανακ. -Κωστ.Α. Ντε λαλεί, ντε βρωμεί (Δεν μιλάει, δεν βρωμάει˙ για ανθρώπους βαρετούς) Μισθ., Ανακ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Παροιμ. Το ψάρ' ασ' το κεφάλι τ' βρωμά (Το ψάρι απ' το κεφάλι βρωμά˙ η διαφθορά ξεκινά από τους υψηλά ισταμένους) Σινασσ., Αξ., Αραβαν. -Μαυρ.-Κεσ. Σκόρντο ντεν έφαγα και να βρωμήσ̑' το στόμα μ' (Σκόρδο δεν έφαγα για να βρωμήσει το στόμα μου˙ δεν το έκανα εγώ, μη με κατηγορείτε άδικα) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Όποιος γυρίζει μυρίζει κι όποιος κάθεται βρωμά (Όποιος κινείται μυρίζει καλά κι όποιος δεν κινείται βρωμά˙ πρέπει κανείς να είναι δραστήριος και όχι νωθρός) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. χοκτίζω