βρωμώ
(ρ.)
βρωμώ
[vroˈmo]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Φλογ.
βρωμού
[vroˈmu]
Ουλαγ.
Παρατατ.
βρώμεινα
[ˈvromina]
Ανακ., Γούρδ.
βρώμανα
[ˈvromana]
Ανακ.
Αόρ.
βρώμ'σα
[ˈvromsa]
Αξ., Γούρδ., Φλογ.
Υποτ.
βρωμήσω
[vroˈmiso]
Αραβαν., Ποτάμ.
βρωμέσω
[vroˈmeso]
Φάρασ.
Από το μεταγν. ρ. βρωμέω-ῶ.
Βρωμώ, αναδίδω δυσάρεστη οσμή
ό.π.τ.
:
Οχτώ μέρες κρέμανα κιριάς εκεί σα καταφύδια, βάστανεν, δε βρώμανεν
(Οχτώ μέρες κρεμούσα κρέας εκεί στα καταφύγια, διατηρούταν, δεν μύριζε άσχημα)
Ανακ.
-Cost.
Εδού βρωμεί ινσανιού κιριάς
(Εδώ μυρίζει κρέας ανθρώπου)
Τελμ.
-Dawk.
Δε λέιξαμ' «πατλάτ'σις», δε λέιξαμ' «βρωμεί»
(Δεν λέγαμε «έσκαγες», δεν λέγαμε «(η λίμνη) βρωμάει»)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Αλάτ’σε το καλά, να μη βρωμήσ’ το στόμα τ’
(Αλάτισέ το καλά, να μη βρωμήσει το στόμα του, ενν. του νεογέννητου)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ326
|| Φρ.
Βρώμ'σεν μπάταξεν
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Να βρωμέσεις
(Να βρωμήσεις˙ βρισιά)
Φάρασ.
-ΕΚΠΑ 2142
Βρώμεινα
(Βρώμησα˙ σε ομαδικό παιχνίδι, έχασα)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Ντε λαλεί, ντε βρωμεί
(Δεν μιλάει, δεν βρωμάει˙ για ανθρώπους βαρετούς)
Μισθ., Ανακ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Παροιμ.
Το ψάρ' ασ' το κεφάλι τ' βρωμά
(Το ψάρι απ' το κεφάλι βρωμά˙ η διαφθορά ξεκινά από τους υψηλά ισταμένους)
Σινασσ., Αξ., Αραβαν.
-Μαυρ.-Κεσ.
Σκόρντο ντεν έφαγα και να βρωμήσ̑' το στόμα μ'
(Σκόρδο δεν έφαγα για να βρωμήσει το στόμα μου˙ δεν το έκανα εγώ, μη με κατηγορείτε άδικα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Όποιος γυρίζει μυρίζει κι όποιος κάθεται βρωμά
(Όποιος κινείται μυρίζει καλά κι όποιος δεν κινείται βρωμά˙ πρέπει κανείς να είναι δραστήριος και όχι νωθρός)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
χοκτίζω