βροντώ
(ρ.)
'ρονdώ
[ronˈdo]
Φλογ.
γ' Εν.
βρονdά
[vronˈda]
Ανακ., Γούρδ., Κίσκ., Φάρασ.
βρονdίζ'
[vronˈdiz]
Δίλ., Μαλακ., Μισθ.
'ρονdίζ'
[ronˈdiz]
Μισθ.
'ρονdίζ̑'
[ronˈdiʒ]
Αξ., Τσελτ.
'ρονdούζ̑'
[ronˈduʒ]
Αξ.
'ρονdίσ'
[ˈronˈdis]
Μισθ.
Παρατατ.
βρονdάνκε
[vronˈdanke]
Σινασσ.
Αόρ.
βρόνdησε
[ˈvrondise]
Σινασσ.
βρόνσε
[ˈvronse]
Γούρδ.
'ρόντ'σι
[ˈrontsi]
Μισθ.
Από το αρχ. ρ. βροντῶ. Ο μεταπλ. κατά τα ρ. σε -ίζω ήδη μεσν.
1. Στο γ' εν. προσ. για το φυσικό φαινόμενο της βροντής, ρίχνει βροντές
ό.π.τ.
:
Εψές 'ρόντ'σι
(Χθες βρόντησε)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ανακρούσ' λίου, 'ρονdίσ'
(Άκου λίγο, βροντά)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
|| Φρ.
Αδα̈́ 'στράφτει, πασχά ερντα̈́ βροντά
(Εδώ αστράφτει, σε άλλο μέρος βροντά˙ για καταστάσεις ασυνεννοησίας, ή όταν μιά ενέργεια έχει αντίκτυπο αλλού)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Παροιμ.
Να μην βροντήσει, "Κυριελέησον" τζ̑ο λένε
(Αν δεν βροντήσει, δεν λένε Κύριε ελέησον˙ χωρίς φοβέρα ο άλλος δεν σε λογαριάζει (παλιότερα οι χωρικοί κάνανε τον σταυρό τους κάθε φορά που βροντούσε, επειδή φοβόντουσαν τον κρότο και τα αστροπελέκια)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
κουρλεντίζω
2. Ρίχνω βροντές
Σινασσ.
:
|| Ασμ.
Ήκ'σεν τα Θεός και βρόντησε και γη στενοχωρέθη
(Άκουσ' ο Θεός και βρόντηξε κι η γη στενοχωρήθηκε)
Σινασσ.
-Lag.