ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βροντώ (ρ.) 'ρονdώ [ronˈdo] Φλογ. γ' Εν. βρονdά [vronˈda] Ανακ., Γούρδ., Κίσκ., Φάρασ. βρονdίζ' [vronˈdiz] Δίλ., Μαλακ., Μισθ. 'ρονdίζ' [ronˈdiz] Μισθ. 'ρονdίζ̑' [ronˈdiʒ] Αξ., Τσελτ. 'ρονdούζ̑' [ronˈduʒ] Αξ. 'ρονdίσ' [ˈronˈdis] Μισθ. Παρατατ. βρονdάνκε [vronˈdanke] Σινασσ. Αόρ. βρόνdησε [ˈvrondise] Σινασσ. βρόνσε [ˈvronse] Γούρδ. 'ρόντ'σι [ˈrontsi] Μισθ. Από το αρχ. ρ. βροντῶ. Ο μεταπλ. κατά τα ρ. σε -ίζω ήδη μεσν.
1. Στο γ' εν. προσ. για το φυσικό φαινόμενο της βροντής, ρίχνει βροντές ό.π.τ. : Εψές 'ρόντ'σι (Χθες βρόντησε) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ανακρούσ' λίου, 'ρονdίσ' (Άκου λίγο, βροντά) Μισθ. -Κωστ.Μ. || Φρ. Αδα̈́ 'στράφτει, πασχά ερντα̈́ βροντά (Εδώ αστράφτει, σε άλλο μέρος βροντά˙ για καταστάσεις ασυνεννοησίας, ή όταν μιά ενέργεια έχει αντίκτυπο αλλού) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Παροιμ. Να μην βροντήσει, "Κυριελέησον" τζ̑ο λένε (Αν δεν βροντήσει, δεν λένε Κύριε ελέησον˙ χωρίς φοβέρα ο άλλος δεν σε λογαριάζει (παλιότερα οι χωρικοί κάνανε τον σταυρό τους κάθε φορά που βροντούσε, επειδή φοβόντουσαν τον κρότο και τα αστροπελέκια) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. κουρλεντίζω
2. Ρίχνω βροντές Σινασσ. : || Ασμ. Ήκ'σεν τα Θεός και βρόντησε και γη στενοχωρέθη (Άκουσ' ο Θεός και βρόντηξε κι η γη στενοχωρήθηκε) Σινασσ. -Lag.
3. Φωνάζω δυνατά Φλογ. Συνών. βρυχώμαι, μπαγιρντώ, ουλουντίζω :2, υλάζω, χαβλαντίζω