ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βρίσκω (ρ.) ηυρίσ̑κω [iˈvriʃko] Αξ. βρίσ̑κω [ˈvriʃko] Φλογ. βρίσκου [ˈvrisku] Μαλακ., Μισθ., Σίλ., Τσαρικ. βρίχου [ˈvrixu] Μισθ. γηύρω [ˈʝivro] Ουλαγ. Αόρ. ηύρα [ˈivra] Καππ. γηύρα [ˈʝivra] Μισθ., Ουλαγ. Παθ. ηυρίσ̑κουμαι [iˈvriʃkume] Αξ. βρίσκουμαι [ˈvriskume] Αραβαν., Γούρδ., Μισθ. βρίσκουμι [ˈvriskumi] Μαλακ. βρισκάμι [vriˈskami] Φάρασ. Αόρ. βρέθα [ˈvreθa] Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ. βράθα [ˈvraθa] Φάρασ. βρέρα [ˈvrera] Αραβαν. Υποτ. βρεχώ [vreˈxo] Μισθ. Από το αρχ. ρ. εὑρίσκω. Ο τύπ. ηυρίσ̑κω από μεσν. τύπ. ηὑρίσκω. Ο τύπ. βρίσκω νεότ.
1. Βρίσκω ό.π.τ. : Βρίσ̑κω ένα τορμπά παράδια (Βρίσκω ένα ταγάρι λεφτά) Φλογ. -Dawk. Πάλι τράν'σαν απάνω κάτω, δεν ηύραν ένα σ̑έχ' (Πάλι κοίταξαν πάνω-κάτω, δεν βρήκαν τίποτα) Σίλατ. -Dawk. Ντεν ηύραμ' τόπους να τσ̑οιμηχούμ' ένα βρα’ύ (Δεν βρήκαμε μέρος να κοιμηθούμε ένα βράδυ) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ηύρις στράδα σ' (Βρήκες τον δρόμο σου) Μισθ. -Κοτσαν. Ποια χ'σούμια μας λέω ηύρις, 'παπού ντα ηύρις τα χ'σούμια μας; (Ποιους συγγενείς μας λέω βρήκες, πού τους βρήκες τους συγγενείς μας;) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ντεμ μπόρ'σε να γηύρει το κ͑αρντάσ̑ι τ' (Δεν μπόρεσε να βρει τον αδελφό της) Ουλαγ. -Dawk. Άμα ρεν πήγα, είσ̑' μη τουν ναύρου (Αν δεν πήγαινα, δεν θα τον έβρισκα) Σίλ. -Κωστ.Σ. || Φρ. Όπσ̑ο τ͑έρ' να σ̑κώσ̑εις ηυρίσ̑κεις το άφ'κάτω τ' (Όποια πέτρα να σηκώσεις τον βρίσκεις αποκάτω˙ Για ανθρώπους που ανακατεύονται σε όλα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. 'πότ' σε αραdι̂́ζω στον ουρανό, ηύρα σε 'ς τη χη (Ενώ σε ψάχνω στον ουρανό, σε βρήκα στην γη˙ για αναπάντεχη συνάντηση) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.
2. Mεσοπαθ., υφίσταμαι, παρίσταμαι, υπάρχω ό.π.τ. : Τον ρώτ'σεν τίχαλα βρέθην σε τούτα τα άγρια μέρη που βρίσκονdαι μόνο Μαρκάλες και Δράκοι (Τον ρώτησε πώς βρέθηκε σε τούτα τα άγρια μέρη όπου βρίσκονται μόνο Δράκαινες και Δράκοι) Σινασσ. -Αρχέλ. Δεχούς παπάς χωρίος βρίσκεται, δεχούς κούρβα χωρίος τζ̑οὔνεται (Χωρίς παπά χωριό υπάρχει, χωρίς πουτάνα χωριό δεν γίνεται) Φάρασ. -Παπαδ. Πού είνι 'νταρά, πού βρισκιέδι; (Πού είναι τώρα, πού βρίσκεται;) Μισθ. -ΑΠΥ-ΑΠΘ Ατότε βράθαν λιέγα ναίdζ̑ες τζ̑αι κορίτσε τζ̑αι 'σ' το φόβο τουν μη τα πι-έσουν τζ̑αι ν'τα πάρουν οι Τούρτζ̑οι, πέτασαν σου Φάγκου τη λίμλη τζ̑αι πνίγαν (Τότε υπήρξαν λίγες γυναίκες και κορίτσια και απ' τον φόβο τους μην τις πιάσουν και τις πάρουν μαζί τους οι Τούρκοι, έπεσαν στην λίμνη του Φράγκου και πνίγηκαν) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. || Ασμ. Πώς έδωσες την κόρη μου κάτω μακράν στα ξένα,
να 'ς τη χαρά μου βρίσκεται, να 'ς τη λύπη συφτάνει;
(Γιατί έδωσες την κόρη μου κάτω μακριά στα ξένα,
ούτε στην χαρά μου είναι εδώ, ούτε στην λύπη μου προλαβαίνει να έρθει)
Σινασσ. -Lag.
Συνών. μπουλουντώ
3. Συναντώ, συναπαντώ Μισθ., Φάρασ., Φερτάκ., Φκόσ. : Νταρά γαβούσ̑τσ̑αμ'! ήρτις ηύρις μι τσαού (Τώρα συναντηθήκαμε! Ήρθες και με βρήκες εδώ) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ατσ̑εί ηύρε του κοφτίνκαν τα ξύα τις νομάτοι (Εκεί βρήκε τους ανθρώπους που έκοβαν τα ξύλα) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Πήε, πήε, ηύρε ένα νταμραdζή (Πήγε, πήγε, συνάντησε ένα ταμπουρατζή) Φερτάκ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Φρ. Πώτς έν' ατό του μας ηύρε σο τσουφάλι μας; (Τι είναι αυτό που μας βρήκε στο κεφάλι μας;˙ Τι κακό που μας έτυχε;) Σατ. -Παπαδ. Συνών. ντρανώ
4. Κληρονομώ, παραλαμβάνω ό.π.τ. : Ούτσ̑α γηύραμ' ντο απ' το μάνα μας, απ' το βαβά μας (Έτσι το βρήκαμε από την μάνα μας, από τον πατέρα μας) Ουλαγ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Σόι σε σόι βρέθην (Βρέθηκε από συγγενή σε συγγενή, κατά παράδοσιν) Μισθ. -Κωστ.Μ. || Φρ. Ηύραμ’ ντα ’σ’ το Θεό (Τα βρήκαμε από τον Θεό˙ Είναι φυσικά, όχι τεχνητά) Φκόσ. -ΚΜΣ-ΚΠ371
5. Εφευρίσκω, επινοώ ό.π.τ. : Ηύραν αυτό το μαχανά (Βρήκαν αυτό το τέχνασμα) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Τσ̑ι να σας πω κι εγώ; άλλο τσ̑αρέ ντε βρίσ̑κω (Τι να σας πω κι εγώ; Άλλη λύση δεν βρίσκω) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.