ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βρισιά (ουσ.) βρισία [vriˈsia] Μισθ., Φάρασ. βρισιά [vriˈsça] Μισθ. Από το μεσν. ουσ. ὑβρισία.
Βρισιά, ύβρις ό.π.τ. : Τι βρισιά 'νι ιτό; (Τι βρισιά είν' αυτή;) Μισθ. -Κοτσαν. Δέβου σο 'ργο σου, μη βρίσω αν κ͑άμι βρισία (Πήγαινε στην δουλειά σου, να μη σου πω καμιά άσχημη βρισιά) Φάρασ. -Αναστασ. Να μι μάχεις μισ̑ώτικα βρισίες; (Θα με μάθεις μιστιώτικες βρισιές;) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. βρίσιμο