βροντιό
(ουσ. ουδ.)
βρονdιό
[vronˈdʝo]
Ανακ.
Από το ρ. βροντώ (θ. βροντ-) και το παραγ. επίθμ. -ιό.
Kεραυνός
:
Ἐπεσεν ένα βροντιό και έκαψέν το
(Έπεσε ένας κεραυνός και το έκαψε)
Ανακ.
-ΙΛΝΕ
Συνών.
γιλντιρίμι, εστία