βροχή
(ουσ. θηλ.)
βροχή
[vroˈçi]
Σινασσ.
βροσ̑ή
[vroˈʃi]
Σίλ., Φάρασ.
βρεσ̑ή
[vreˈʃi]
Αφσάρ., Κίσκ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ.
Ουδ.
βροχός
[vroˈxos]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Ποτάμ., Σινασσ., Τελμ.
βρεχός
[vreˈxos]
Ανακ., Αξ., Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σεμέντρ., Σίλ., Σινασσ., Τζαλ., Τροχ., Τσαρικ., Φάρασ., Φλογ.
βρέχος
[ˈvrexos]
Μισθ., Ουλαγ.
βρεχό
[vreˈxo]
Φερτάκ.
Αρχ. ουσ. βροχή. Οι τύπ. βρεχ- κατ' επίδραση του ρ. βρέχει . Οι τύπ. -ός αναλογ. προς άλλα αρσ. όπως τα καιρός και βροντός = βροντή. Ο τύπ. βροχός σε μεσν. γλωσσάριο από την Μ. Ασία (Golden 1985: 75). Ο τύπ. βρεχό αναλογ. προς άλλα ουδ. ουδ. σε -ο. Ο τύπ. βρέχος αναλογ. προς άλλα ουδ. ουσ. σε -ος όπως φέγγος.
1. Βροχή
ό.π.τ.
:
Βροσ̑ή νιούγου 'ναι
(Η βροχή είναι λίγη)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ατό το νερό θωρούμ' τα ψεά 'αν τσ̑ουβαΐδι, για σως του να κατεβεί κάτου 'ίνεται 'σ' το ψέος ανdί βροσ̑ή
(Αυτό το νερό το βλέπουμε ψηλά σαν ένα ρυάκι αλλά, ώσπου να κατεβεί κάτω, γίνεται απ' το ύψος σαν βροχή)
Φάρασ.
-Ζουρνατζ.
Πι͜έσε α βρεσ̑ή, βρέσ̑ει, κουπώνει ντα αντί πεγάιδι η βρεσ̑ή
(Έπιασε μιά βροχή, βρέχει, η βροχή έπεφτε όπως το νερό βγαίνει από μιά πηγή)
Φάρασ.
-Dawk.
Πι͜έσιν α βρεσ̑ή κι!
(Έπιασε μιά βροχή μα τι βροχή!)
Φάρασ.
-Bağr.
Η βρεσ̑ή βρέσ̑ει πολύ
(Βρέχει πολύ)
Φάρασ.
-Dawk.
Έρεται βρεχός, το μάλαγμα να σερευτεί
(Έρχεται βροχή, να μαζευτούν τα δημητριακά που είναι ακόμη ανακατωμένα με τα άχυρα στο αλώνι)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ντου βρα'ύ πιάν' 'να βρεχός
(Το βράδυ πιάνει μιά βροχή)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Όξου σ̑έρ' καλό βρεχός
(Έξω ρίχνει καλή βροχή)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Καιρός πήρε σκοτείνιανε, βρέισκεν και βροχός
(Είχε ήδη νυχτώσει και συγχρόνως ἐρριχνε βροχή)
Μαλακ., Ανακ.
-Αρχέλ.
Έβρεξε 'να βρέχος!
(Έρριξε μιά βροχή!)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Βρέχος μπασ̑λάτσιν 'ντουν 'τουν σ̑υφτάσαμ'
(Η βροχή είχε αρχίσει, όταν φτάσαμε)
Μισθ.
-Φατ.
Ογώ πότ'σα ντα γκΰλια ήdουν, 'τουν μπασλάτ'σι βροχός
(Εγώ είχα ποτίσει τα λουλούδια, όταν ξεκίνησε η βροχή)
Μισθ.
-Φατ.
|| Φρ.
Βρεχογιού λερό
(νερό βροχής˙ βροχόνερο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
'ς βρεσ̑ής το νερό
(νερό της βροχής˙ βροχόνερο)
Αφσάρ.
-Αναστασ.
Μι ντου λαήν' κονών' βρεχός
(Με την στάμνα αδειάζει την βροχή˙ βρέχει με το κανάτι)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ένα ψ̑ι βρεχός
(Ένα ψίχαλο βροχή˙ μιά ψιχάλα, λίγη βροχή)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Χεού ντου χορί
(Το κάτουρο του Θεού˙ λαϊκή δοξασία για την βροχή)
Μισθ., Τσαρικ.
-Κωστ.Μ.
Στάην βρεχός
(Σταμάτησε η βροχή˙ έχει ανομβρία)
Μισθ., Τσαρικ.
-Καραλ.
|| Παροιμ.
Ο ζευγαράτ' 'υρεύει βρεσ̑ή, ο κουμνα̈́τ' 'υρεύει ξερα̈́
(Ο ζευγάς γυρεύει βροχή, ο σταμνάς γυρεύει ξηρασία˙ ο καθένας έχει τις δικές του ανάγκες και επιθυμίες)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
To σ̑υλωμένο ασ' το βρέχος ντε φοβάται
(Ο βρεγμένος από την βροχή δεν φοβάται˙ Όποιος έχει ήδη πάθει κάτι, δεν το φοβάται πια)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ο φουσκωμένος 'σ' τη βρεσ̑ήν τζ̑ο φοβείται
(Ο βρεγμένος από την βροχή δεν φοβάται˙ το ίδιο)
Αραβαν.
-Λουκ.Λουκ.
Αν κάμ' Απρίλης δυό βροχές και Μάης άλλη μία, θα 'ν' το ψωμί σου ψιφορά και το κρασί σου νάμα
(Αν κάνει ο Απρίλης δυο βροχές και ο Μάιος μία, θα 'ναι το ψωμί σου προσφορά και το κρασί σου νάμα˙ όταν βρέχει την κατάλληλη εποχή, η σοδειά είναι πλούσια)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
|| Ασμ.
Ντα βορ'κότσ̑α ντώκα ντου Χεγό, Χεγό ντώκι μι βρεχός,
Ντου βρεχός ντώκα ντου κόμ-μα, ντου κόμ-μα ντώκι μι γέλ'μα (Έδωσα τα βερίκοκκα στον Θεό, ο Θεός μου έδωσε βροχή,
Την βροχή την έδωσα στο χωράφι, το χωράφι μου έδωσε σιτάρι) Μισθ. -Κωστ.Μ. Άγιε μ' άγιε μ' Κωνσταντίνε μου, Δώσ' εδώ βροχός (Άγιε μου Κωνσταντίνε, δώσ' εδώ βροχή) Σινασσ. -Αρχέλ.
Ντου βρεχός ντώκα ντου κόμ-μα, ντου κόμ-μα ντώκι μι γέλ'μα (Έδωσα τα βερίκοκκα στον Θεό, ο Θεός μου έδωσε βροχή,
Την βροχή την έδωσα στο χωράφι, το χωράφι μου έδωσε σιτάρι) Μισθ. -Κωστ.Μ. Άγιε μ' άγιε μ' Κωνσταντίνε μου, Δώσ' εδώ βροχός (Άγιε μου Κωνσταντίνε, δώσ' εδώ βροχή) Σινασσ. -Αρχέλ.
2. Ως επίθ., βροχερός
Φάρασ.
:
Ο ταρόζ 'α 'ινεί βροχός
(Ο καιρός θα γίνει βροχερός)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Συνών.
βρεχοσιάρης, βρεχτινός :1, γιαμουρλού