βυζάστρα
(ουσ. θηλ.)
βυζάστρα
[viˈzastra]
Ποτάμ., Σινασσ.
Από το μεταγν. ουσ. βυζάστρια. Ο τύπ. βυζάστρα νεότ. (Λεξ. Κριαρ.). Για την λ. στην Καππ. βλ. Ρίζος (1986: 379-381).