βύσσινε
(ουσ. ουδ.)
βίσ̑νε
[ˈviʃne]
Αραβαν.
φισ̑νέ
[fiʃˈne]
Σίλ.
Πληθ.
φύσσινα
[ˈfisιna]
Σίλ.
Αντιδάν. μέσω του τουρκ. ουσ. vişne, όπου και διαλεκτ. τύπ. fişne = βύσσινο, το οπ. από το μεσν. βύσσινον.
1. Βύσσινο
ό.π.τ.
:
Tριάνdα οχά φύσσινα γουρουσσού, δέκα οχά χηρνάπια
(Τριάντα οκάδες ξερά βύσσινα, δέκα οκάδες τζίτζυφα)
Σίλ.
-Συλλ.
2. Βυσσινιά
ό.π.τ.