ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βύσσινε (ουσ. ουδ.) βίσ̑νε [ˈviʃne] Αραβαν. φισ̑νέ [fiʃˈne] Σίλ. Πληθ. φύσσινα [ˈfisιna] Σίλ. Αντιδάν. μέσω του τουρκ. ουσ. vişne, όπου και διαλεκτ. τύπ. fişne = βύσσινο, το οπ. από το μεσν. βύσσινον.
1. Βύσσινο ό.π.τ. : Tριάνdα οχά φύσσινα γουρουσσού, δέκα οχά χηρνάπια (Τριάντα οκάδες ξερά βύσσινα, δέκα οκάδες τζίτζυφα) Σίλ. -Συλλ.
2. Βυσσινιά ό.π.τ.