ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βυτζίκα (ουσ. θηλ.) βυτζίκα [viˈdzika] Σινασσ. Από το ν.ε. διαλεκτ. βυζίκι = αρνί ή ερίφιο που εκτρέφεται στο σπίτι (< ουσ. βυζί και παραγωγ. επίθμ. -ίκι) και το παραγωγ. επίθμ. . Λανθασμένη η ετυμολόγηση του Αρχέλαου (1899: 228) από επιφών. προς τις κατσίκες.
Μικρή θηλυκή κατσίκα, κατσικούλα