ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γαβάθα (ουσ. θηλ.) γαβάτ͑α [ɣaˈvatʰa] Αξ., Σίλ. καβάτα [kaˈvata] Μαλακ. Από το μεταγν. ουσ. *γαβάθα (πβ. τα μεταγν. καβάθα και γάβαθον). Ο τύπ. καβάτα από τουρκ. διαλεκτ. kavata (βλ. Tietze 1955: 215).
Γαβάθα, ξύλινο βαθύ πιάτο ή δοχείο ό.π.τ. : Πάτσησι νιά γάβατα, έτζισίν τη (Πάτησε μιά γαβάθα, την έλιωσε) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. κιλντάνι, τάσι :2