γαβούνι
(ουσ. ουδ.)
γαβούνι
[ɣaˈvuni]
Φάρασ.
γαβούν'
[ɣaˈvun]
Σινασσ.
γαούνι
[ɣaˈuni]
Φάρασ.
γαούν'
[ɣaˈun]
Μισθ.
γαούμ'
[ɣaˈum]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. kavun (< παλ. τουρκ. kaġun) = πεπόνι, όπου και διαλεκτ. τύπ. gavun και kaun.
Πεπόνι
ό.π.τ.
:
Γαουνού σπόρους
(Πεπονόσπορος)
Φάρασ.
-Παπαστ.-Καρακ.
Γαουνού κούτα
(Σπόρια, κουκούτσια πεπονιού)
Φάρασ.
-Παπαστ.-Καρακ.
Μποίκι ντιλίμια ντου γαούμ'
(Έκοψε το πεπόνι σε φέτες)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
κελέκι :1, ντιβλέκι, χειμωνικός :2