ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γαβούνι (ουσ. ουδ.) γαβούνι [ɣaˈvuni] Φάρασ. γαβούν' [ɣaˈvun] Σινασσ. γαούνι [ɣaˈuni] Φάρασ. γαούν' [ɣaˈun] Μισθ. γαούμ' [ɣaˈum] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. kavun (< παλ. τουρκ. kaġun) = πεπόνι, όπου και διαλεκτ. τύπ. gavun και kaun.
Πεπόνι ό.π.τ. : Γαουνού σπόρους (Πεπονόσπορος) Φάρασ. -Παπαστ.-Καρακ. Γαουνού κούτα (Σπόρια, κουκούτσια πεπονιού) Φάρασ. -Παπαστ.-Καρακ. Μποίκι ντιλίμια ντου γαούμ' (Έκοψε το πεπόνι σε φέτες) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. κελέκι :1, ντιβλέκι, χειμωνικός :2