ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γαγιρντίζω (ρ.) γαγιουρντούζω [ɣaʝurˈduzo] Αξ. γαϊρντίζου [ɣairˈdizu] Μισθ. γαϊρντάω [ɣairˈdao] Φάρασ. γαϊρντάγω [ɣairˈdaɣo] Φάρασ. qαγιρτώ [qaʝirˈto] Μαλακ. Αόρ. qαγι̂́ρσα [qaˈʝɯrsa] Μαλακ. γαΐρτσα [ɣaˈirtsa] Μισθ. Από το αορ. θ. kayırdı του τουρκ. ρ. kayırmak= προστατεύω και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω. Ο τύπ. γαϊρντάω με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -άω λόγω της σύμπτωσης των αοριστικών δομών των ρ. -ίζω και .
Προστατεύω, υπερασπίζομαι, υποστηρίζω κάποιον ή κάτι ό.π.τ. Συνών. αρκαλατίζω, εσιρκετίζω, φυλάγω