γαγιρντίζω
(ρ.)
γαγιουρντούζω
[ɣaʝurˈduzo]
Αξ.
γαϊρντίζου
[ɣairˈdizu]
Μισθ.
γαϊρντάω
[ɣairˈdao]
Φάρασ.
γαϊρντάγω
[ɣairˈdaɣo]
Φάρασ.
qαγιρτώ
[qaʝirˈto]
Μαλακ.
Αόρ.
qαγι̂́ρσα
[qaˈʝɯrsa]
Μαλακ.
γαΐρτσα
[ɣaˈirtsa]
Μισθ.
Από το αορ. θ. kayırdı του τουρκ. ρ. kayırmak= προστατεύω και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω. Ο τύπ. γαϊρντάω με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -άω λόγω της σύμπτωσης των αοριστικών δομών των ρ. -ίζω και -ώ.