ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

εσιρκετίζω (ρ.) εσιρκετίζω [esirkeˈtizo] Μαλακ., Φάρασ. εσιρκετίζου [esirceˈtizu] Φάρασ. εσιρκα̈τίζω [esirkæˈtizo] Αφσάρ. εσεργκεdίζω [esergeˈdizo] Αξ. εσιρκεdού [esirceˈdu] Ουλαγ. Από το τουρκ. ρ. esirgemek = προστατεύω (< παλ. τουρκ. ésirke-), όπου και διαλεκτ. τύπ. esirkemek, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Φροντίζω, προστατεύω κάποιον ό.π.τ. : Παναγιά μ’ να σε εσεργκεdίσ̑ (Η Παναγία μου να σε προστατέψει) Αξ. -Μαυροχ. Xεός ας εσιρκεdήσ' ντο ένα μαναχό σ' (Ο Θεός να φυλάει το μοναχοπαίδι σου) Ουλαγ. -Κεσ. Συνών. αρκαλατίζω, εσιρκετίζω, φυλάγω