εσεκλίχι
(ουσ. ουδ.)
εσ̑εκλίχι
[eˈʃekliçi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. eşeklik =άξεστη συμπεριφορά.
Γαϊδουριά, άξεστη συμπεριφορά
Συνών.
γαϊδουροσύνη