-ερός
(επίθμ.)
-ερός
[-eˈros]
Ανακ., Αραβαν., Ουλαγ., Σινασσ.
-ερό
[-eˈro]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Σινασσ.
-ιρό
[-iˈro]
Μισθ., Τσαρικ.
Θηλ.
-ερή
[-eˈri]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σίλατ., Τελμ., Φλογ.
-ιρή
[-iˈri]
Τροχ.
Αρχ. επίθμ. -ερός για την σημ. 1. Η σημ. 2 πιθ. νεότ.
1. Μετονομ. ή μεταρρημ. επίθμ. για τον σχηματ. επιθ. τα οποία δηλώνουν ότι το προσδιοριζόμενο φέρει ιδιότητα ή χαρακτηριστικό που εμπεριέχεται στην έννοια της πρωτότυπης λέξης
ό.π.τ.
:
αλειμματερό
(πίτα με βούτυρο)
Φάρασ.
βαστερός
(σταθερός)
Μαλακ., Σινασσ.
γαλατερό
(για γαλακτοφόρο ζώο, αυτός που παράγει πολύ γάλα)
Ουλαγ., Ανακ.
καγιατερός
(για πετεινό ή όρνιθα, που έχει ανεπτυγμένο λειρί)
Σινασσ.
κοφτερός
(κοφτερός)
Μισθ., Γούρδ.
κυλιντερός
(κυλινδρική)
Μισθ.
σαματερός
(ευοίωνος)
Τσαρικ.
σταχτερός
(σταχτής)
Σινασσ.
τριχερός
(τριχωτός)
Ανακ.
φαγισερός
(φαγανός)
Γούρδ.
φεγγερός
(φωτεινός)
Αξ., Γούρδ.
Συνών.
-ίτικος
2. Ειδικότ., με ουσιαστικοπ., δημιουργεί μετονοματ. ουσ. που δηλώνουν αγγείο
:
αλατερή
(αλατιέρα)
Καππ.
λαδερό
(πήλινο δοχείο για το λάδι)
Μαλακ., Σινασσ., Γούρδ.
πλυματερό
(δοχείο για αποφάγια)
Αξ.
τσακοντερή
(ουροδοχείο)
Μαλακ.