ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

-ερός (επίθμ.) -ερός [-eˈros] Ανακ., Αραβαν., Ουλαγ., Σινασσ. -ερό [-eˈro] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Σινασσ. -ιρό [-iˈro] Μισθ., Τσαρικ. Θηλ. -ερή [-eˈri] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σίλατ., Τελμ., Φλογ. -ιρή [-iˈri] Τροχ. Αρχ. επίθμ. -ερός για την σημ. 1. Η σημ. 2 πιθ. νεότ.
1. Μετονομ. ή μεταρρημ. επίθμ. για τον σχηματ. επιθ. τα οποία δηλώνουν ότι το προσδιοριζόμενο φέρει ιδιότητα ή χαρακτηριστικό που εμπεριέχεται στην έννοια της πρωτότυπης λέξης ό.π.τ. : αλειμματερό (πίτα με βούτυρο) Φάρασ. βαστερός (σταθερός) Μαλακ., Σινασσ. γαλατερό (για γαλακτοφόρο ζώο, αυτός που παράγει πολύ γάλα) Ουλαγ., Ανακ. καγιατερός (για πετεινό ή όρνιθα, που έχει ανεπτυγμένο λειρί) Σινασσ. κοφτερός (κοφτερός) Μισθ., Γούρδ. κυλιντερός (κυλινδρική) Μισθ. σαματερός (ευοίωνος) Τσαρικ. σταχτερός (σταχτής) Σινασσ. τριχερός (τριχωτός) Ανακ. φαγισερός (φαγανός) Γούρδ. φεγγερός (φωτεινός) Αξ., Γούρδ. Συνών. -ίτικος
2. Ειδικότ., με ουσιαστικοπ., δημιουργεί μετονοματ. ουσ. που δηλώνουν αγγείο : αλατερή (αλατιέρα) Καππ. λαδερό (πήλινο δοχείο για το λάδι) Μαλακ., Σινασσ., Γούρδ. πλυματερό (δοχείο για αποφάγια) Αξ. τσακοντερή (ουροδοχείο) Μαλακ.