ερντώ
(ρ.)
ερντώ
[erˈdo]
Σίλ.
ερντάω
[erˈdao]
Φάρασ.
γερντάω
[ʝerˈdao]
Φάρασ.
γερντίζω
[ʝerˈdizo]
Αραβαν., Τελμ.
γερντίζου
[ʝerˈdizu]
Μισθ.
Αόρ.
ερντίασα
[erˈdiasa]
Φάρασ.
γερντίασα
[ʝerˈdiasa]
Αφσάρ., Φάρασ.
έρτζησα
[ˈerdzisa]
Σίλ.
γέρτζησα
[ˈʝerdzisa]
Σίλ.
γερίσ̑-σ̑α
[ʝeˈriʃʃa]
Αραβαν.
γέρσα
[ˈʝersa]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. ρ. ermek (αόρ. erdi) = φτάνω, κατορθώνω, όπου και διαλεκτ. τύπ. yermek, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
1. Μτφ., φθάνω, κυρίως σε στερεότυπες φρ. και ιδίως στο κλείσιμο παραμυθιών
ό.π.τ.
:
Έφαγαν, έbαν, ερντίασαν σα μουράτε τούνε
(Έφαγαν, ήπιαν, πετύχαν αυτά που επιθυμούσαν)
Φάρασ.
-Dawk.
Έφαϊνι, έπινι, γερντιέσινι σα μουράζα του· 'σείς πάλι να φάτι, να πίτι, να γερντιέσιτι σα σἐτ'ρα ντα μουράζα
(Έφαγε, ήπιε, πετυχε αυτά που επιθυμούσε· κι εσείς να φάτε, να πιείτε, να πετύχετε αυτά που επιθυμείτε)
Αφσάρ.
-Dawk.
Έφαγανι, έπανι, γερντίασανι σα μουράζα τούνι
(Έφαγαν, ήπιαν, πέτυχαν αυτά που επιθυμούσαν)
Αφσάρ.
-Dawk.
|| Φρ.
Γερίσ̑-σ̑αν σα μουράτσ̑α τουν
(Έφτασαν τις επιθυμίες τους˙ Πέτυχαν αυτό που επιθυμούσαν. Πβ. τουρκ. φρ. <em>murada ermek</em> = πετυχαίνω ό,τι επιθυμώ.)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Το άκλι μ' γερντίσ̑'
(Το μυαλό μου φτάνει˙ Καταλαβαίνω κάτι. Πβ. τουρκ. φρ. τουρκ. <em>aklı ermek</em> = καταλαβαίνω)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Το ακι̂́λι μ' γερντά
(Το μυαλό μου φτάνει˙ Καταλαβαίνω κάτι)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Το αχ̇ίλι μου γερντι-έ
(Το μυαλό μου φτάνει˙ Μου κόβει)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Δου μυαλό σ' τσ̑άαχ δετσού ντε γερδίζ'
(Το μυαλό σου δε φτάνει μέχρι εκεί˙ Δεν μπορείς να καταλάβεις)
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Γέρσαν τα μιράντια τ'νε
(Έφτασαν στους πόθους τους˙ Ικανοποίησαν τις επιθυμίες τους)
Ουλαγ.
-Κεσ.
2. Φθάνω στην ωρίμανση
Σίλ.
:
Αυτό το μήλου ακόμ’ ρε γέρτζησι
(Αυτό το μήλο ακόμα δεν ωρίμασε)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Έρτζησαν τα χασιά
(Ωρίμασαν τα βερίκοκα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6