ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

έρκεντεν (επίρρ.) ερκενdέν [ercenˈden] Αραβαν., Ουλαγ. έρκενdεν [ˈercenden] Αραβαν. ερκενdέ [ercenˈde] Φλογ. έρκενdε [ˈercende] Αξ., Αραβ., Τροχ., Φλογ. έρκενdα [ˈercenda] Μισθ., Σίλ. έρκιανdαν [ˈercandan] Μισθ. έρκανdα [ˈerkanda] Μισθ., Σίλ., Σινασσ. Από το τουρκ. επίρρ. erkenden = νωρίς (το πρωί, την μέρα). Το έρκενdε αναλογ. προς άλλα επιρρ. σε . Οι τύποι σε αναλογ. προς άλλα επιρρ. σε .
1. Νωρίς το πρωί ό.π.τ. : Σ̑ηκότουν έρκενdεν, άνοιζε το χύρα και τρέχνισ̑κε σα γιαbάνια (Σηκωνόταν νωρίς, άνοιγε την πόρτα και έτρεχε στα χωράφια) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ασ' το σ̑'κώχ̇εν έρκενdε, καμαρών' (Επειδή σηκώθηκε νωρίς, νυστάζει) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Αβόπουρμα έρκανdα, κ͑αϊβεdζ̑ής ως κοιμάτι, τα παρά ούλα γεμών-νει τα τερκίν' ντου απέσου (Νωρίς το πρωί, ενώ ο καφετζής κοιμάται, βάζει όλα τα χρήματα μέσα στο δισάκκι του) Σίλ. -Dawk. Τασ̑ύ να σηκωθούμ' έρκανdα, έχουμε σ̑ίλια έργατα (Αύριο θα σηκωθούμε νωρίς, έχουμε χίλιες δουλειές) Σινασσ. -Λεύκωμα Έρκανdα πρωί (Νωρίς το πρωί) Μισθ. -Κωστ.Μ. Μπίρμης σ'κωσούσ̑ι, τούτους έρκανdα παγαίν̑ν̑' πατισ̑αχιού το σπίτσ̑ι (Πριν σηκωθούν το πρωί, αυτός νωρίς πηγαίνει στο σπίτι του βασιλιά) Σίλ. -Dawk.JHS Συνών. ολημεριώς, σαμπαχτάν
2. Αύριο Μισθ., Σίλ., Σινασσ. : Έρκενdα σκόλεια ντέ να πάου, γιαΐ τσ̑είμι αστενάρ' (Αύριο δεν θα πάω στο σχολείο, επειδή είμαι άρρωστος) Μισθ. -Κοτσαν. Έν' να νάρτεις έρκανdα, σε υπάμι τ' αμbέλι (Αν έρθεις αύριο, θα πάμε στο αμπέλι) Σίλ. -Κωστ.Σ.
β. Την επόμενη μέρα το πρωί Μισθ. : Ήρτιν έρκενdα, ήρτι, κατέβη ντετσιού κάτ', ήρτιν κατέβην ντετσιζού κάτ' (Ήρθε την επόμενη μέρα, ήρθε, κατέβηκε εκεί κάτω, ήρθε κατέβηκε εκειπέρα κάτω ) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Τσ̑οιμήχαμ' ντετσιζού λέ, σηκώαμ' έρκενdα, πήαμ', έκλουσαμ' (Κοιμηθήκαμε εκεί λέει, σηκωθήκαμε την επόμενη μέρα το πρωί, πήγαμε, γυρίσαμε ) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.