έρκεντεν
(επίρρ.)
ερκενdέν
[ercenˈden]
Αραβαν., Ουλαγ.
έρκενdεν
[ˈercenden]
Αραβαν.
ερκενdέ
[ercenˈde]
Φλογ.
έρκενdε
[ˈercende]
Αξ., Αραβ., Τροχ., Φλογ.
έρκενdα
[ˈercenda]
Μισθ., Σίλ.
έρκιανdαν
[ˈercandan]
Μισθ.
έρκανdα
[ˈerkanda]
Μισθ., Σίλ., Σινασσ.
Από το τουρκ. επίρρ. erkenden = νωρίς (το πρωί, την μέρα). Το έρκενdε αναλογ. προς άλλα επιρρ. σε -ε. Οι τύποι σε -α αναλογ. προς άλλα επιρρ. σε -α.
1. Νωρίς το πρωί
ό.π.τ.
:
Σ̑ηκότουν έρκενdεν, άνοιζε το χύρα και τρέχνισ̑κε σα γιαbάνια
(Σηκωνόταν νωρίς, άνοιγε την πόρτα και έτρεχε στα χωράφια)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ασ' το σ̑'κώχ̇εν έρκενdε, καμαρών'
(Επειδή σηκώθηκε νωρίς, νυστάζει)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Αβόπουρμα έρκανdα, κ͑αϊβεdζ̑ής ως κοιμάτι, τα παρά ούλα γεμών-νει τα τερκίν' ντου απέσου
(Νωρίς το πρωί, ενώ ο καφετζής κοιμάται, βάζει όλα τα χρήματα μέσα στο δισάκκι του)
Σίλ.
-Dawk.
Τασ̑ύ να σηκωθούμ' έρκανdα, έχουμε σ̑ίλια έργατα
(Αύριο θα σηκωθούμε νωρίς, έχουμε χίλιες δουλειές)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Έρκανdα πρωί
(Νωρίς το πρωί)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Μπίρμης σ'κωσούσ̑ι, τούτους έρκανdα παγαίν̑ν̑' πατισ̑αχιού το σπίτσ̑ι
(Πριν σηκωθούν το πρωί, αυτός νωρίς πηγαίνει στο σπίτι του βασιλιά)
Σίλ.
-Dawk.JHS
Συνών.
ολημεριώς, σαμπαχτάν
2. Αύριο
Μισθ., Σίλ., Σινασσ.
:
Έρκενdα σκόλεια ντέ να πάου, γιαΐ τσ̑είμι αστενάρ'
(Αύριο δεν θα πάω στο σχολείο, επειδή είμαι άρρωστος)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Έν' να νάρτεις έρκανdα, σε υπάμι τ' αμbέλι
(Αν έρθεις αύριο, θα πάμε στο αμπέλι)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
β.
Την επόμενη μέρα το πρωί
Μισθ.
:
Ήρτιν έρκενdα, ήρτι, κατέβη ντετσιού κάτ', ήρτιν κατέβην ντετσιζού κάτ'
(Ήρθε την επόμενη μέρα, ήρθε, κατέβηκε εκεί κάτω, ήρθε κατέβηκε εκειπέρα κάτω
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Τσ̑οιμήχαμ' ντετσιζού λέ, σηκώαμ' έρκενdα, πήαμ', έκλουσαμ'
(Κοιμηθήκαμε εκεί λέει, σηκωθήκαμε την επόμενη μέρα το πρωί, πήγαμε, γυρίσαμε
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.