ερκέν
(επίρρ.)
ερκέν
[erˈcen]
Αραβαν., Ουλαγ.
Από το τουρκ. επίρρ. erken = νωρίς
Νωρίς
:
Αν ήτουν αργά, σάλντειναν ντο να κοιμερεί και να σ̑ηκωρεί ταχύ ερκέν
(Αν ήταν αργά, το έστελναν να κοιμηθεί και να σηκωθεί πολύ νωρίς)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Σαbαχτάν ερκέν-ερκέν
(Την επόμενη μέρα νωρίς-νωρίς)
Ουλαγ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
αψά, ερκεντούτσικα