εργατλίκι
(ουσ.)
εργκατλι̂́κ'
[ergatˈlɯk]
Ουλαγ., Σίλατ.
εργατλι̂́χ'
[erɣatˈlɯx]
Αξ.
Πληθ.
εργατλι̂́χγια
[erɣatˈlɯxʝa]
Αξ.
Από του ουσ. εργάτης, όπου και τύπ. εργκάτ', και το παραγωγ. επίθμ. -λίκι.