επισωρεύω
(ρ.)
'π'σωρεύω
[psoˈrevo]
Σινασσ.
'πεσερεύω
[peseˈrevo]
Μαλακ.
Αόρ.
'πεσέριψα
[peˈseripsa]
Μαλακ.
Από το μεταγ. ρ. ἐπισωρεύω, με αποβολή του άτονου αρκτ. φων. και (στην Μαλακοπή) υποχωρητ. αφομ.
Σωρεὐω, μαζεύω
Συνών.
γιγντίζω