επίτροπος
(ουσ. αρσ.)
επίτροπος
[eˈpitropos]
Γούρδ.
μίτροπος
[ˈmitropos]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ., Φερτάκ.
μίτροbος
[ˈmitrobos]
Ουλαγ.
μίτροπους
[ˈmitropus]
Μισθ.
μίτριπους
[ˈmitripus]
Μισθ.
μίτρουπους
[ˈmitrupus]
Μαλακ., Μισθ.
Πληθ.
επιτρόπηροι
[epiˈtropiri]
Σίλ.
μιτρόπ'
[miˈtrop]
Δίλ.
Αρχ. ουσ. ἐπίτροπος = υπεύθυνος για κάτι, διαχειριστής για κάτι. Η σημ. ‘εκκλησιαστικός επίτροπος’ νεότ.
Επίτροπος εκκλησίας, με διαχειριστικά, διοικητικά και οικονομικά καθήκοντα
ό.π.τ.
:
Το παλιό μίτροπος
(Ο παλιός επίτροπος)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Κάρ'σαν ντo μίτροπος
(Τον εξέλεξαν επίτροπο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Επιτρόπηροί μας πήγασ̑ι του Βαλή και τουν είπασ̑ι
(Οι επίτροποί μας πήγαν στον διοικητή και του είπαν)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Σ' νεκκλησ̑ά τσ̑όδουμι μίτροπος
(Στην εκκλησία ήμουν επίτροπος)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Χέκισκαν τα τραπέζια μίτριπους του σπίτ'
(Έστρωναν τα τραπέζια στο σπίτι του επίτροπου)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
Tα κορίτσ̑α και τα μιτρόπ' φκιάνισκαν τα Επιτάφια
(Τα κορίτσια και οι επίτροποι της εκκλησίας έφτιαχναν τον Επιτάφιο)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887
|| Ασμ.
Ιννιά παπαδιού κόρ' ηταν, δώδεκα μιτρόπ' ανgόνι
(Εννιά παπάδων κόρη ήταν, δώδεκα επιτρόπων εγγόνι)
Ανακ.
-ΙΛΝΕ 374