εργατό
(ουσ. ουδ.)
εργατό
[erɣaˈto]
Ανακ., Σινασσ., Φλογ.
εργατιού
[erɣaˈtçu]
Μαλακ.
Πιθ. από την γεν. πληθ. του ουσ. εργάτης.
Η έκταση που σκάβει με την αξίνα ένας εργάτης σε μιά μέρα
ό.π.τ.
:
Το αμbέλ' πένdε εργατά
(Χρειάζονται πέντε εργάτες για να σκάψουν το αμπέλι σε μιά μέρα)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
β.
Eιδικότ., το 1/3 ή 1/4 του στρέμματος
Μαλακ., Σινασσ.