ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

εργατό (ουσ. ουδ.) εργατό [erɣaˈto] Ανακ., Σινασσ., Φλογ. εργατιού [erɣaˈtçu] Μαλακ. Πιθ. από την γεν. πληθ. του ουσ. εργάτης.
Η έκταση που σκάβει με την αξίνα ένας εργάτης σε μιά μέρα ό.π.τ. : Το αμbέλ' πένdε εργατά (Χρειάζονται πέντε εργάτες για να σκάψουν το αμπέλι σε μιά μέρα) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812
β. Eιδικότ., το 1/3 ή 1/4 του στρέμματος Μαλακ., Σινασσ.