ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

εριστέ (ουσ.) Ουδ. ερισ̑τέ [eriˈʃte] Αξ., Ουλαγ., Τροχ. εριστέ [eriˈste] Ανακ., Αξ., Σίλ., Σινασσ. ερισ̑τέσ' [eriˈʃtes] Αραβαν. Αρσ. εριστές [eriˈstes] Φάρασ. α̈ριστα̈́ς [æriˈstæs] Αφσάρ., Τσουχούρ. εβριστές [evriˈstes] Φάρασ. Πληθ. εριστέδια [eriˈsteðʝa] Σινασσ. αριστέδια [ariˈsteðʝa] Ποτάμ. αρεστέδια [areˈsteðʝa] Ποτάμ. εριστέρια [eriˈsterʝa] Φλογ. εριστέδες [eriˈsteðes] Σίλατ. Από το τουρκ. erişte = α) λεπτά κομμένη ζύμη β) διαλεκτ., σπιτικά μακαρόνια.
Είδος χειροποιήτων μακαρονιών ό.π.τ. : Kόφτισκαν τα αρεστέδια (Έκοβαν τα μακαρόνια) Ποτάμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Παροιμ. Σο σπίτιν ντου προσάλευρον τζ̑ό 'σ̑ει, 'ς χώρας το σπίτι κόφτει εριστές (Στο σπίτι του προσάλευρο δεν έχει, στο ξένο σπίτι κόβει εριστέ˙ για εκείνους που, ενώ ήταν φτωχοί και περνούσαν όπως-όπως στο σπίτι τους, όταν πήγαιναν σε ξένο σπίτι είχαν απαιτήσεις) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. μαχάρνα