ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

έρσιμο (ουσ. ουδ.) έρσ̑ιμο [ˈerʃimo] Αξ. έρσιμου [ˈersimu] Μισθ. Από το ρ. έρχομαι, όπου και τύπ. έρουμαι, έρουμι, και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο.
Ερχομός : Το σον ντου έρσιμου ήφ'ριν μας ντιατσ̑άλ' (Ο ερχομός σου μας έφερε τύχη) Μισθ. -Κοτσαν. Έρσ̑ιμο παίντσ̑ιμο (Πηγαινέλα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. έρημα :1, φέρημα