έρσιμο
(ουσ. ουδ.)
έρσ̑ιμο
[ˈerʃimo]
Αξ.
έρσιμου
[ˈersimu]
Μισθ.
Από το ρ. έρχομαι, όπου και τύπ. έρουμαι, έρουμι, και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο.