εσέκ
(ουσ. ουδ.)
εσ̑έκ
[eˈʃek]
Αφσάρ., Σινασσ., Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. eşek =γάιδαρος.
Γάιδαρος, συνήθως ως ύβρις
ό.π.τ.
:
Εσ̑έογλου εσ̑έκ, πάγαστα ση μα σου τον ντατά σου
(Γαϊδουρογάιδαρε, πήγαινε στην μάνα σου τον πατέρα σου)
Αφσάρ.
-Παπαδ.
Κάποτε ήμαστε «πασά Σπύρο» και τώρα είμαστε «εσέκ Σπύρο»
(Κάποτε ήμαστε «πασά μου Σπύρο» και τώρα είμαστε «γάιδαρε Σπύρο»)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Συνών.
γάιδαρος :1, γαϊδούρι, γομάρι