ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

εσέκ (ουσ. ουδ.) εσ̑έκ [eˈʃek] Αφσάρ., Σινασσ., Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. eşek =γάιδαρος.
Γάιδαρος, συνήθως ως ύβρις ό.π.τ. : Εσ̑έογλου εσ̑έκ, πάγαστα ση μα σου τον ντατά σου (Γαϊδουρογάιδαρε, πήγαινε στην μάνα σου τον πατέρα σου) Αφσάρ. -Παπαδ. Κάποτε ήμαστε «πασά Σπύρο» και τώρα είμαστε «εσέκ Σπύρο» (Κάποτε ήμαστε «πασά μου Σπύρο» και τώρα είμαστε «γάιδαρε Σπύρο») Σινασσ. -Τακαδόπ. Συνών. γάιδαρος :1, γαϊδούρι, γομάρι