γομάρι
(ουσ. ουδ.)
γομάρι
[ɣοˈmari]
Φάρασ.
γομάρ'
[ɣοˈmar]
Αραβαν., Γούρδ.
γουμάρι
[ɣuˈmari]
Σίλ., Σινασσ., Φάρασ.
γουμάρ'
[ɣuˈmar]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Ποτάμ., Σινασσ., Τσαρικ.
κομάρ'
[koˈmar]
Φάρασ.
qομάρ'
[qoˈmar]
Φλογ.
κoυμάρ'
[kuˈmar]
Δίλ.
qoυμάρ'
[quˈmar]
Μαλακ.
γκομάρ'
[goˈmar]
Φλογ.
Από το μεταγν. ουσ. γομάριον· οι τύπ. γομάρι, γουμάρι μεσν.
1. Φορτίο υποζυγίου ζώου
ό.π.τ.
:
Παιρπαίνω το γουμάρ’ 'ς το μύλο
(Παίρνω και πηγαίνω το φορτίο στον μύλο)
Αξ.
-Φωστ.-Κεσ.
Φέρισ̑κεν ένα qομάρ' ξ̑ύλα
(Έφερνε ένα φορτίο ξύλα )
Φλογ.
-Dawk.
Φόρτωσανε είκοσι καμηλού γομάρε αλτούνε
(Φόρτωσαν είκοσι φορτία καμηλών με χρυσάφι)
Φάρασ.
-Dawk.
Τράν' τα γένια σ' που νόσανε εφτά γουμάρια σίγρια
(Κοίτα τα γένια σου που γίνανε (πυκνά σαν) εφτά φορτιά αγριόχορτα)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Τσ̑αι τα πιτόβραδα πάλι φόρτω τα τσ̑' α γουμάριν ξύα τσ̑' εδώ
(Και το βράδυ πάλι φόρτωσέ το κι ένα γομάρι ξύλα κι έλα εδώ)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Πήραμ’ είκοσ’ γουμάρια σταφύλια
(Πήραμε είκοσι φορτία σταφύλια)
Αραβαν.
-Φωστ.
|| Παροιμ.
Το πολύ γουμάρι φορτώνουν ντα 'ς το λόκι
(Το πολύ φορτίο το φορτώνουν στην καμπούρα της καμήλας˙ οι φτωχοί πληρώνουν πάντα περισσότερα από τους πλούσιους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Πβ.
ντέγκι :1
3. Συνεκδ., δέμα με τρόφιμα
Ανακ.
4. Κάθε βάρος υλικό ή ηθικό
Μισθ., Φλογ.
:
Χεγό μ', έπαρ' του ιτά ντου γομάρ' απαπάνου μ'
(Θεέ μου, πάρε αυτό το βάρος από πάνω μου)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 755
|| Φρ.
Γούλτωσεν ασ' σο κουμάρ’
(Γλύτωσε από το βάρος˙ ελευθερώθηκε από την εγκυμοσύνη, γέννησε)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ
Συνών.
βάρος, ζύγι :6
5. Μτφ., με γραμματικοπ., μεγάλη ποσότητα
Σινασσ., Φάρασ.
:
Ψένκανε σα σπίτε τουνε δώδεκα τσ̑εσ̑ίτε φαΐα, α γουμάρι 'άχανα, α χαλτζί χαριένι ρ'βίδι, α χαριένι γιασκαλακί, α χαριένι κ͑οφτές
(Μαγείρευαν στα σπίτια τους δώδεκα ειδών φαγιά, ένα σωρό λαχανικά, ένα χάλκινο καζάνι ρεβίθια, ένα καζάνι κολοκύθια, ένα καζάνι κεφτέδες)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Εμείς εδώ έχουμ' ένα γουμάρ' μαχαλάδια
(Εμείς εδώ έχουμε ένα σωρό γειτονιές)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Συνών.
γαζά, μπελίκι :3