γολντεμιρί
(ουσ. ουδ.)
γόλντεμιρί
[ˈɣoldemiˈri]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. kol demiri = σιδερένια μπάρα κλεισίματος πόρτας. Πβ. το σύνηθες διαλεκτικό κοντομίρι.
Σιδερένια μπάρα που ασφαλίζει την πόρτα
:
Γόλντεμιρί κλείσ’ τση σύρα
(Κλείσε την πόρτα με την αμπάρα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Πβ.
ζάντωμα :2, κιουσκιού