ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γολντεμιρί (ουσ. ουδ.) γόλντεμιρί [ˈɣoldemiˈri] Σίλ. Από το τουρκ. ουσ. kol demiri = σιδερένια μπάρα κλεισίματος πόρτας. Πβ. το σύνηθες διαλεκτικό κοντομίρι.
Σιδερένια μπάρα που ασφαλίζει την πόρτα : Γόλντεμιρί κλείσ’ τση σύρα (Κλείσε την πόρτα με την αμπάρα) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Πβ. ζάντωμα :2, κιουσκιού