γολντεμιρί
(ουσ. ουδ.)
γόλντεμιρί
[ˈɣoldemiˈri]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. kol demiri = σιδερένια μπάρα κλεισίματος πόρτας. Πβ. το σύνηθες διαλεκτικό κοντομίρι.