γόλγισας
(επίθ.)
γόλγισας
[ˈɣolʝisas]
Φάρασ.
Από την τουρκ. φρ. kolu kısa = κοντομάνικος (από το επίθ. kolu = α) αυτός που έχει χέρια β) αυτός που έχει μανίκια), όπου, σύμφωνα με την Önder (2022: 37), και τουρκ. διαλεκτ. τύπ. golu gısa.
Κοντοχέρης