γνώρι
(ουσ. ουδ.)
γνώρι
[ˈɣnori]
Φάρασ.
Από το ρ. γνωρίζω υποχωρητ. Πβ. και μεσν. ουσ. γνώρα.
Γνώριμος άνθρωπος
:
Πη-άγαμε 'ς έν' γνώρι Τούρκου να 'πνώσουμε
(Πήγαμε να κοιμηθούμε στο σπίτι ενός γνώριμού μας Τούρκου)
Φάρασ.
-Ζουρνατζ.
Χάραν οι Τούρτσ̑οι τσ̑αι χάραμε τσ̑αι μεις τσ̑' άφ' περτσό έβ'καν μο του τατά μου τις χισίμοι γνώρι
(Χάρηκαν οι Τούρκοι και χαρήκαμε κι εμείς πιο πολύ, αφού βγήκανε γνωστοί με τους συγγενείς του πατέρα μου)
Φάρασ.
-Ζουρνατζ.