ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γνέφω (ρ.) γνεύω [ˈɣnevo] Αραβαν., Γούρδ. γνέφτου [ˈɣneftu] Φάρασ. Αόρ. ώνεψα [ˈonepsa] Φάρασ. Από το μεσν. ρ. γνεύω, το οπ. από το αρχ. νεύω. Το αρκτ. γ- οφείλεται, κατά τον Χατζιδάκι (ΜΝΕ Α', σ. 185), στην επίδρ. του αρχ. ἐκνεύω = γνέφω σε κάποιον να απομακρυνθεί από κάποιον ή κάτι. Πβ. μεσν. τύπ. εγνέφω (Λεξ. Κριαρ., λ. νεύω). Ο τύπ. αορ. ώνεψα πιθ. λόγω συνεκφ.
Κάνω νόημα σε κάποιον, κάνω νεύμα κουνώντας ελαφρά το κεφάλι, τα χέρια ή τα μάτια ό.π.τ. : Ώνεψ' ο βασιλός τσ̑αι λύθην του νοματού η γουώσσα (Έγνεψε ο βασιλιάς και λύθηκε η γλώσσα του ανθρώπου) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Το κουλάτσ̑ι ώνεψεν ντα, πάτ'σεν τα φτάλμι (Το φιδάκι τους έγνεψε, τους έκλεισε το μάτι) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ.