γλυκιάδα
(ουσ.)
γι̂λκιάγια
[ɣɯlˈcaʝa]
Αξ.
qυλκιάδα
[qilˈcaða]
Μαλακ.
Από το επίθ. γλυκός, όπου και τύπ. γι̂λκύ και qυλqύ και το παραγωγ. επίθμ. -άδα. Πβ. μεσν. ουσ. γλυκάδα.