γλείψιμο
(ουσ. ουδ.)
γλείψ̑ιμο
[ˈɣlipʃimo]
Αραβαν., Γούρδ.
κλείψιμα
[ˈklipsima]
Φλογ.
Από το ρ. γλείφω, όπου και τύπ. κλείφω, και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο.
Η ενέργεια του γλείφω